Αντίθετα με τους τομείς που προαναφέραμε, οι φιλολογικές επιστήμες και οι κλασικές σπουδές δεν επέτρεψαν παρά μικρές αλλαγές στη διδασκαλία τους.
Η αιτία γι’ αυτό είναι ίσως ότι πρόκειται για κλάδους που το περιεχόμενό τους ανανεώθηκε λίγο, παρά το γεγονός ότι η γλωσσολογία πραγματοποίησε σημαντικές προόδους και η ιστορία διεύρυνε αισθητά τους ορίζοντές της. Η κύρια όμως αιτία ανάγεται σίγουρα σ’ άλλους παράγοντες: διαμορφωμένες καταστάσεις, παράδοση επαγγελματικών συμφερόντων.
Ανεξάρτητα από το ζήτημα της πραγματικής τους παιδευτικής αξίας, στο οποίο θα επανέλθουμε, είναι αναμφισβήτητο πως το ότι δεν γίνεται πολύς λόγος για τη διδασκαλία των κλασικών μαθημάτων (εκτός βέβαια από τους κύκλους των «προγραμματιστών» που αρκούνται στους προσανατολισμούς για το μέλλον της δημόσιας εκπαίδευσης) οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι ένας σημαντικός αριθμός από τις θέσεις στα ελεύθερα επαγγέλματα δεν είναι ανοιχτός παρά στους κατόχους ενός μπακαλορεά το οποίο περιλαμβάνει τα κλασικά μαθήματα και στο ότι το κράτος, βρισκόμενο μπροστά σε πιεστικές καταστάσεις, δεν ανακινεί προβλήματα χωρίς διέξοδο, τη στιγμή που έχει τόσα άλλα να μελετήσει.
Επισημάναμε ήδη την απουσία οποιουδήποτε συγκεκριμένου ελέγχου για την ωφελιμότητα της γνώσης των αρχαίων γλωσσών (π.χ. στους γιατρούς) και είναι ολοφάνερο ότι τα επιχειρήματα που προβάλλονται συνήθως και που αφορούν την ιατρική ορολογία είναι αρκετά σαθρά. Γιατί μια αφομοίωση χρήσιμων ριζών ή επιστημονικών όρων μπορεί ν’ αποκτηθεί πολύ πιο εύκολα χωρίς ν’ αφιερώσει κανένας 6 ως 8 χρόνια σε κλασικές σπουδές.
Από αυτή την άποψη –και χωρίς να θέλουμε ν’ αντιμετωπίσουμε επαγωγικά ή με επιχειρήματα της τρέχουσας λογικής ένα πρόβλημα, που για την επίλυσή του θα έπρεπε απλώς να συγκεντρώσουμε και να ελέγξουμε έναν ικανοποιητικό αριθμό στοιχείων από τα ίδια τα γεγονότα– είναι ενδιαφέρον να επισημάνουμε αυτό που έγινε σε ορισμένες χώρες που άλλαξαν πολιτικό καθεστώς. Σε πολλές από αυτές δεν υπάρχει πια η υποχρέωση να ξέρουν οι γιατροί λατινικά. Ενώ παρατηρούμε πως υφίσταται στην Πολωνία, όπου –καθώς παρουσιάζονται πολλοί σπουδαστές στην ιατρική χωρίς να κατέχουν αυτή τη γνώση– οργάνωσαν υποχρεωτικά μαθήματα λατινικών για τους μελλοντικούς γιατρούς. Στην Ιαπωνία αυτή η υποχρέωση εξαρτάται από τα πανεπιστήμια, ενώ στην Ινδία είναι ανύπαρκτη.
Αλλά τα πραγματικά προβλήματα που θέτουν οι κλασικές σπουδές στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι οι επιδιωκόμενοι σκοποί και η καταλληλότητα των χρησιμοποιούμενων μέσων. Γύρω από αυτά τα σημεία έγιναν πολλές κι ενδιαφέρουσες συζητήσεις αν και παρέμειναν σ’ ένα θεωρητικό επίπεδο.
Οι σκοποί είναι δύο ειδών, ο ένας βασικός και αναμφισβήτητος, ο άλλος περιθωριακός και θέτει πολλών ειδών προβλήματα.
Ο κύριος σκοπός είναι η διαμόρφωση του ιστορικού πνεύματος και η γνώση των παρελθόντων πολιτισμών.
Είναι στ’ αλήθεια ολοφάνερο πως, αν οι θετικές και φυσιογνωστικές επιστήμες και ο φιλοσοφικός στοχασμός είναι αναγκαία εργαλεία για τη γνώση του σύμπαντος και του ανθρώπου, υπάρχει μια άλλη όψη της πραγματικότητας που έχει ανάγκη από μια πληροφόρηση το ίδιο πολύπλοκη αλλά διαφορετικού τύπου: οι πολιτισμοί και η ιστορία τους.
Είναι λοιπόν απόλυτα θεμιτό να προβλέψουμε, σε σχέση με τις κλίσεις του καθένα και τις μελλοντικές ειδικεύσεις, τη διαμόρφωση ενός ουμανισμού, που ο ρόλος του είναι τόσο αναγκαίος στην κοινωνική ζωή όσο και ο ρόλος των επιστημών και της ορθολογικής γνώσης.
Ο περιθωριακός σκοπός, στον οποίο εξάλλου επιμένουν συχνά ακόμα περισσότερο απ’ ότι στον προηγούμενο, είναι η διάπλαση γενικά του πνεύματος – κάνοντας την υπόθεση πως η μύηση στις νεκρές γλώσσες αποτελεί μια διανοητική άσκηση, που η ωφέλειά της μπορεί να μεταβιβαστεί και σ’ άλλες δραστηριότητες.
Υποστηρίζουν, για παράδειγμα, ότι η κατοχή μιας γλώσσας πέρα από τη γλώσσα του μαθητή κι ο χειρισμός των γραμματικών της δομών προσφέρουν λογικά εργαλεία και μια εκλεπτυσμένη σκέψη, από την οποία η νόηση θα ωφεληθεί όποια κι αν είναι η κατοπινή της χρησιμοποίηση.
Φτάνουν ακόμα, κάνοντας κατάχρηση της γνωστής περίφημης φράσης*, μέχρι το σημείο ν’ αντιπαραθέτουν σ’ αυτή την εκλεπτυσμένη σκέψη τη μαθηματική σκέψη, σαν η τελευταία να υπήρχε ειδικά στις θετικές επιστήμες και η εκλεπτυσμένη σκέψη στις φιλολογικές επιστήμες, ενώ φυσικά βρίσκουμε και τις δύο παντού.
Το πρόβλημα που τίθεται ολοένα και περισσότερο (και ιδιαίτερα στη Μεγ. Βρετανία όπου, παρά τη δύναμη των παραδόσεων, η μελέτη των νεκρών γλωσσών μειώθηκε αισθητά σε ορισμένα τμήματα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης) είναι ν’ αποδειχθεί αν η κλασική παιδεία ανταποκρίνεται πραγματικά στους δύο σκοπούς που της έχουν ανατεθεί.
* Ο Pascal μίλησε για «esprit de geometrie» σε αντίθεση με το «esprit de finesse», χρησιμοποιώντας τη λέξη «geometrie» με την παλιά της έννοια (που περιλάμβανε όλα τα Μαθηματικά από τη σκοπιά της «μέτρησης»). (Σ.τ.Ε.)