~Δεν φάνηκες.
Μάλλον σε κάποιο τραγούδι, χάθηκες, ξεχάστηκες, ίσως να ξεθώριασες σε χρώματα που τα μαλλιά σου, σου επέβαλαν. Θα σε μυρίσω σαν νυχτολούλουδο το καλοκαίρι,θα σε γευόμουν σαν αλάτι σε πληγή… αλλά… ~Δεν φάνηκες.
Ανήθικο Σάββατο! -Ποιοι λόγιοι σε βάφτισαν ως ανάσταση; ~Δεν φάνηκες.
Το φως του κεριού κάνει τραγικό θόρυβο απόψε, μαρτυρά μάτια σε κάγκελα που εσκούριασαν, η μπάλα που παίζαμε μικροί έπεσε σε κήπο που δεν μπορούμε να σκαρφαλώσουμε για να την πάρουμε… και όλα αυτά επειδή… ~Δεν φάνηκες.
Λύθηκε το παπούτσι σου από τη καρδιάς σου το μπέρδεμα, σαν θαλάσσια θύμηση το αφρώδες σύμπλεγμα των χειλιών σου με γλάρο το βλέμμα σου σε παράθυρο που δεν έχει θέα, παρά μόνο ομίχλη, επειδή… ~Δεν φάνηκες.
Θα πλέξεις άραγε ελπίδα από κουβάρι δανεικό; Ζωγράφισες άραγε την αγκαλιά που ποτέ δεν κλαίει επειδή σε δάκρυα πνίγηκε; Θυσίασε ένα παλιό παιδικό σου παιχνίδι – αγόρασε τη φτήνια μου με θησαυρούς που αξίζουν μία δεκάρα. ~Δεν φάνηκες.
Μία λευκή απόχρωση του μαύρου ο καμβάς του ταχυδρομικού σου έρωτα. ~Δεν φάνηκες.
Άφησε τη βροχή να σε βαφτίσει, -άσε με μοναχικό, όχι μοναχό μου, φοβάμαι. Παίξε στο πιάνο των χεριών σου δέκα πληρωμένα αργύρια για το βαρκάρη… και αυτό επειδή… ~Δεν φάνηκες.
Ποιος είπε ότι δε γεννώ;… Γέννησα αγάπη όταν τα πόδια σου εφίλησα χωρίς να αποκοιμήσω την ανάγκη μου… είναι πόρνη η διαφυγή μου απ’ το κλάμα, παιχνίδι χαμένο, δεν μπορώ να κρυφτώ. ~Δεν φάνηκες.
Σπάω τη νύχτα, μία μαυροφορεμένη κόλλα θα ξανάρθει το πρωί της Κυριακής, το ξημέρωμα δεν έχει ξέφωτα τώρα πια και με ρωτάς: ‘γιατί;’ -μα επειδή… ~Δεν φάνηκες.
Οι σκέψεις μου για εσένα είναι ασπρόμαυρες τρεχάλες, τρένα μουσκεμένα, που προφτάνουν κάθε σταθμό του βρεγμένου σου αγγίγματος. ~Δεν φάνηκες.
Πικροδάφνη μία φοβία-άοσμη κομψότητα η απουσία σου… ~Δεν φάνηκες.
Φλύαρο λουλούδι είχες κάποτε στο πέτο, της μητέρας σου η κληρονομιά σαν λατέρνα σε φτωχογειτονιά, -φόρεσε εσύ στολίδι τη γυναίκα αυτή, για πραγματικό στολίδι να γίνεις και γάβγισμα μικρής φωτιάς ας διώξει κάθε μου αμφιβολία.
~Δεν φάνηκες.
Καμπίνα ονείρων σε πλοίο που δεν σάλπαρε, εισιτήριο άνευ αποδοχών ένα φιλί με αποδέκτη το ξύλινο μικρόκοσμο του Σαρλό. ~Δεν φάνηκες.
Δεν θυμάμαι να με σκότωσα – μάλλον κρασιού όρασης – όραμα – καθώς…
~Δεν φάνηκες.
Βουνά ανεβαίνω εύκολα, στα βουναλάκια δυσκολεύμαι, τα σύννεφα τα γκρίζα μη τα φοβάσαι, σου δείχνουν ότι θα βρέξει, τα άλλα τα λευκά να φοβάσαι – δεν είναι σεντόνια επειδή ταξιδεύουν, όπως ταξίδεψε και η τελευταία μου ελπίδα επειδή ακόμα… ~Δεν φάνηκες.
Μη με παίρνετε στα σοβαρά…
Που κλαίω με λέξεις μη το θωρείτε καν…
Γελοίος μέρμηγκας…
~~~Δεν θα φανείς…
~~~Δεν θα…
~~~Δεν…
Το μελάνι δεν ετελίωσε… μόνο οι λέξεις…
Θα υφαίνω ήχους τώρα πια…
Στην Εκκλησία Της Απουσίας…
…εκεί…εκεί θα με βρεις._
ΣτλςΒρς/stlSVrs
(κατοχυρωμένο με πνευματικά δικαιώματα από τον Στέλιο Βέρο.
all rights reserved by Stelios Veros.)