Μια αμυδρή σκιά στο βλέμμα της έφερνε στο μυαλό μια γλυκιά και θολή ανάμνηση.
Δεν ήταν βέβαιη αν ήταν ανάμνηση ή επινόηση.
Το όριο ανάμεσα τους ήταν δυσδιάκριτο και δεν μπορούσε να το καθορίσει εκείνη.
Με το πέρασμα των χρόνων το μυαλό έχει την τάση να μην συγκρατεί λεπτομέρειες, να ξεχνά και να ανακατασκευάζει καινούριες εικόνες, φράσεις και πλαίσιο.
Εκείνο το πρόσωπο που αντανακλόταν στον καθρέφτη κάτι της θύμιζε από ένα παλιό εαυτό που η μνήμη της είχε πια απωλέσει.
Η λεπτοκαμωμένη, διακριτική φιγούρα που αντίκριζε μέσα σε αυτόν δεν ήταν δική της αλλά μια πλαστή αντανάκλαση της που δημιουργήθηκε με τη δική της συναίνεση και σιωπηλή αποδοχή.
Για να μην διαταράξει την επίπλαστη ευτυχία της.
«Την ευτυχία της ρουτίνας» όπως της άρεσε να την αποκαλεί.
Για χάρη αυτής της ευτυχίας, απαρνήθηκε όνειρα, στόχους, προσδοκίες.
Πολύ ακριβό το τίμημα της.
Ακόμα πιο ακριβό ήταν το κοστούμι του συμβιβασμού που ήταν υποχρεωμένη να φορέσει.
Τι κι αν το νούμερο ήταν πολύ μικρότερο από το δικό της;
Εκείνη κατόρθωσε να χωρέσει κι ας ασφυκτιούσε καθημερινά, κόβοντας της την αναπνοή.
Προσπερνούσε και αγνοούσε τις επιθυμίες και τα πάθη που πολιορκούσαν το μυαλό και την ψυχή της.
Είχε την ψευδαίσθηση πως με αυτό τον τρόπο τα εξαφάνιζε και τα ξεπερνούσε.
Η ψυχή όμως δεν ξεχνά ποτέ.
Έχει μνήμη κι εκδικείται.
Κάθε βράδυ έβλεπε το ίδιο όνειρο.
Στεκόταν πάνω σε ένα γυμνό βράχο κι έπεφτε στο κενό.
Πίσω της υπήρχε μια καταπράσινη πεδιάδα κι ένα ρυάκι με κρυστάλινο νερό που δεν μπορούσε να πλησιάσει.
Ξυπνούσε πάντα ιδρωμένη και τρομοκρατημένη.
Εκείνος δίπλα της κοιμόταν βαθιά κι ευτυχισμένος.
Τα δικά του όνειρα ήταν χρωματιστά και γαλήνια.
Εκεί μέσα την πίεσε να χωρέσει τόσα χρόνια.
Μόνο που δεν ήταν τα δικά της.
Η ευτυχία της ρουτίνας πολλές φορές βασίζεται σε δυσκολίες που κρύβονται και αλήθειες που δεν λέγονται.
Μέχρι που κάποια μέρα μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, πέφτει ένα φως και σε τυφλώνει.
Εκείνη είχε τυφλωθεί για να βρει ξανά το φως της.
Συνειδητοποίησε πως έπρεπε να χάσει όλα όσα λανθασμένα πίστευε πως κατείχε, προκειμένου να ξαναβρεί τον χαμένο της εαυτό.
Η ακροβασία πάνω σε σκιές ήταν μοιραία και εκείνη το γνώριζε πια καλύτερα από τον καθένα.
Χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά πήρε στα χέρια της ενα συλλεκτικό χειροποίητο βάζο, έμβλημα της «ευτυχίας» της και το έριξε με όλη τη δύναμη που είχε πάνω στον καθρέφτη που θρυμματίστηκε σε χίλια κομμάτια.
Το είδωλο εκείνης της γυναίκας επιτέλους εξαφανίστηκε.
Δεν θα το έβλεπε ποτέ ξανά.