Όταν ήμουν εκεί στα 14- 16, τότε που κατέβηκα στο σταθμό «Εφηβεία» με όλα τα μπαγκάζια γεμάτα απορίες, ανησυχίες και επαναστατικο-something, έλεγα συχνά πως μισούσα τους άντρες, για όλα όσα με έκαναν να τους λατρεύω ταυτόχρονα.
Το ‘χεις δει το παραμύθι: να κρεμάς τα πόστερς από τα αμούστακα εφηβικά είδωλα, να παθιάζεσαι με ανέφικτους έρωτες, μα να δηλώνεις ανεξάρτητη, αναρχοαυτόνομη παρουσία κάπου στο σταυροδρόμι μεταξύ παιδιού και γυναίκας, εκεί που ξεκουδουνιάζεσαι με Duran Duran και ταυτόχρονα δηλώνεις φεμινίστρια.
Πάντως είμαι σίγουρη πως ο τότε φεμινισμός μου, γεννήθηκε από το θυμό ενάντια σε άντρες με υφάκι, που έμοιαζαν πολύ δυνατοί, βλαχόμαγκες με το κουραστικό loud που συνοδεύει τη φιγούρα… Αυτή που λειτουργεί ως διχτάκι υπεραναπλήρωσης και καλύπτει την απέραντη ανασφάλειά τους και το απέραντο κενό.
Μιλάω για εκείνα όλα τα χαζά παιδιά, χαρά γεμάτα από τη μέθη της εξουσίας ενός κόσμου που φτιάχτηκε για εκείνους και για κάτι βλακοθύληκα (το δεύτερο μισητό γκρουπάκι ηλιθιότητας) που ζούσαν μόνο για να ενδίδουν, χρησιμοποιώντας το σεξ απίλ του κλισέ «πόδια ορθάνοιχτα και μυαλό μεσάνυχτα».
Όσο πέρναγαν τα χρόνια συνέχισα να κρίνω όλο και πιο πολύ το γυναικείο φύλο, ναι, καλά διαβάζεις, το γυναικείο φύλο.
Τις έκρινα τις ανυποψίαστες συναγωνίστριες σύμφωνα με τον προσωπικό μου ορισμό, του τι σημαίνει να είσαι γυναίκα με γεμάτη ζωή.
Έκρινα τις γυναίκες που γεννήθηκαν μόνο για να παίζουν έναν ρόλο στη ζωή τους… μόνο νοικοκυρές, ή μόνο γκόμενες, ταγαράκια κρεμασμένα στα πλευρά του Αδάμ τους, που σπούδασαν μόνο την ανωτάτη παντρευτική με βαθμό απολυτηρίου και εξειδίκευση στο ψήσιμο καλού ελληνικού και το τύλιγμα του περίτεχνου ντολμαδακίου. Με master στο ξεκατίνιασμα, το μάσημα της τσίχλας, το τύλιγμα της μπούκλας γύρω από το δάχτυλο, τη μπεμπε φωνή που λέει μόνο γλυκόλογα, όλα αυτά που μια πρώτης τάξεως Barbie θα έκανε με χαρά, και η κυρά Μάρω που δεν έχει δει τον παραέξω κόσμο εκτός της κουζίνας της θα ζήλευε, μην της φάει τον άντρα.
Έκρινα τις συνομήλικες που δεν είχαν χόμπι, προσωπικότητα και κανέναν άλλο ρόλο πέραν της κρεμάστρας ξέκωλων συνολακίων, που τις μετέτρεπε σε νούμερο ένα ανακουφίστρες ξελιγωμένων φερέλπιδων νέων. Όχι για το ανακούφισμα, ούτε για τα συνολάκια… κυρίως για το μονοδιάστατο του πράγματος… την ανάλωση και τη σπατάλη φαιάς ουσίας για τη μόνιμη τάση ικανοποίησης όχι των δικών τους αναγκών, μα όλων των άλλων.
Πίστευα ότι εφόσον ο φεμινισμός που μας εξασφάλισαν οι προηγούμενες γενιές και οι κατσίκες της Μαργαρίτας Παπανδρέου, είχαν σπάσει την απόλυτη κυριαρχία του πατριαρχικού προτύπου, θα έπρεπε να στοχεύουν στον αρμονικό συνδυασμό ενός δυνατού θηλυκού προτύπου, που θα κατάφερνε με μαγικό τρόπο να είναι όμορφο και σέξι, έξυπνο, επιτυχημένο, πολυδιάστατο, φιλόδοξο, δυναμικό και σαφώς ανεξάρτητο.
Γι αυτό τρέχω μια ζωή να εκπληρώσω όλα τα πιστεύω μου και όλα τα θέλω μου, να μη μου ξεφύγει τίποτα, να μεταδώσω αυτά τα μηνύματά στα δικά μου παιδιά, όχι από εγωισμό, αλλά επειδή η ζωή είναι πολύ μικρή για να μην τολμήσεις να κάνεις όλα, όσα ονειρεύτηκες και ταυτόχρονα τόσο μεγάλη, ώστε να χωρέσει όλους του κύκλους που αποφάσισες να μπεις μέσα και να χορέψεις αδέξια ή επιδέξια.
Πάντα και για πάντα θα πιστεύω και θα υποστηρίζω το παραπάνω μοντέλο σύγχρονης γυναίκας, η διαφορά όμως είναι ότι ο τότε δικός μου φεμινισμός είχε άκρως αγωνιστικό χαρακτήρα, γιατί ακριβώς πήγαζε από θυμό απέναντι στην αδικία, την ανισότητα και όλα τα στερητικά α, που ταλαιπωρούν γενιές και γενιές.
Σίγουρα δε, όποια ιδεολογία βρίσκεται βαθιά ριζωμένη σε χωράφια θυμού, είναι απίστευτα εξοντωτική.
Σε βάζει σε θέση άμυνας συνέχεια να παλέψεις με αδιόρατους εχθρούς που πάντα θα προκύπτουν, για να σου επιβεβαιώνουν τις φοβίες, όχι επειδή ουσιαστικά υπάρχουν, αλλά για τον πολύ απλό λόγο ότι ο κόσμος δεν είναι ρόδινος.
Σου έρχονται καλά και σου έρχονται και σκατά.
Το δεύτερο πιο συχνά σαφώς, αλλά ο δρόμος πάντα είναι στρωμένος και με τα δύο.
Το θέμα είναι πού σκαλώνεις και πώς διαλέγεις να μεταφράσεις τα σκατά που σε βρίσκουν.
Μια ισχυρή ανατροπή μου ήρθε πριν καμιά δεκαετία περίπου, όταν διάβασα σε κάποιο βιβλίο, το οποίο δεν θυμάμαι καν πλέον, μια ατάκα που μέσες άκρες έλεγε «περιμένω να πεθάνουν όλοι οι άντρες για να ζήσω επιτέλους ελεύθερα».
Κάπως έτσι δεν αισθάνονται όλοι γύρω μας;
Περιμένουν να ψοφήσουν οι διπλανοί για να τους αρπάξουν τα πάντα: δύναμη, λάμψη, την κατσίκα, το γκόμενο, τη ζωή που νομίζουν πως δεν έχουν, γεμίζοντας τα νύχια τους με υπολείμματα από τη σάρκα τους, λόγω θυμού ή ανταγωνισμού ή απλής ποταπής ζήλιας.
Επειδή σε τέτοιο σημείο «ζεν», δεν έχω φτάσει ακόμα ώστε να παλεύω οκλαδόν όλες μου τις αναποδιές και ανασφάλειες, ανταποκρίθηκα στο σοκ από τη φιλοσοφία του «πέθανε ρε μαλάκα για να ζήσω εγώ», με μια σταδιακή αντικατάσταση του θυμού από την οποία ξεκίναγε η όποια κοσμοθεωρία μου, με χαμογελαστή συγκατάβαση.
Και παραδέχτηκα επιτέλους ότι κατά βάθος ο δικός μου φεμινισμός ήταν άρρηκτα συνδεδεμένος με το γεγονός ότι γούσταρα να κάνω πάντα παρέα με εύστροφα άτομα και δεν ανεχόμουν τη βλακεία στην όποια της μορφή, είτε προερχόταν από γυναίκα, είτε από άντρα.
Τόσο απλά και τόσο υπεράνω φύλου.
Τόσο μακριά από τις ποικίλες αποχρώσεις των στερεότυπων που μας φορτώνουν στην πλάτη ταμπέλες, πολύ μεγάλες για τα δικά μας πλευρά.
Τόσο μακριά από τη μόνιμη υποψία ότι «δεν υπάρχει φιλία αληθινή ανάμεσα στα δύο φύλα, ότι σε πλησιάζει μόνο για να σε πηδήξει, ότι σε βοηθάει μόνο και μόνο γιατί έβαψες τα μαλλιά σου ξανθά, άρα σε θεωρεί βλήτο».
Σαφώς θα υπάρχουν όλοι αυτοί που θα σε υποτιμούν, μάλλον λόγω δικής τους έλλειψης, όμως η ισότητα έχει να κάνει με την εσωτερική ισορροπία και την παιδεία του καθενός από εμάς. Αν αρχίσεις εσύ να υποτιμάς τον εαυτό σου, οι άλλοι σιγά μη χάσουν την ευκαιρία… στη γωνία σε περιμένουν. Αν αφήσεις οι ρόλοι που έχεις επιλέξει στη ζωή σου να είναι ο μόνος προσδιορισμός της προσωπικότητάς σου, το μόνο σημείο αναφοράς όλου σου του είναι, με λίγα λόγια αν απορροφηθείς από ό,τι ζεις, χωρίς να κάνεις βήμα παρά πέρα, να τολμήσεις να διεκδικήσεις, τότε σιγά μη σου χαρίσει η ζωή από μόνη της, αυτά που λαχταράς.
Άσε δε, που αν περιμένεις να πεθάνει κάποιος για να ζήσεις εσύ, μάλλον αργοπεθαίνεις εσύ ο ίδιος, γιατί ενώ ακόμα το οξυγόνο κυκλοφορεί ελεύθερα, συντονίζεις την ανάσα σου στο διοξείδιο της εκπνοής του διπλανού σου…
Πολύ βαρύ στοιχείο να γεμίσεις τους πνεύμονές σου my friend.
ΥΓ. αφιερωμένο σε όσους και όσες, ανεξαρτήτως επιλογών, δεν “ανήκουν” πουθενά, παρά μόνο στα όνειρά τους…