Τα πόδια μου βουλιάζουν στην παγωμένη άμμο. Παγώνουν οι αισθήσεις. Σβήνουν οι παραισθήσεις. Η θάλασσα μπροστά μου. Απέραντη. Διάφανη. Προκλητική. Σα μαγεμένη πηγαίνω σε εκείνη. Μέσα της νιώθω να ξαναγεννιέμαι. Το κρύο νερό εισβάλλει μέσα μου. Από κάθε πόρο το κορμιου μου.Με ορμή. Πάθος και θράσος. Γίνεται ένα με το αίμα μου. Σβήνει ό,τι με καίει.
Η θάλασσα με κλείνει μέσα στην αγκαλιά της. Οι σταγόνες στο πρόσωπο μου μοιάζουν με δάκρυα.Κάθε σταγόνα σβήνει στα χείλη μου. Γεύομαι τη δροσιά τους. Εκείνη γλύφει νωχελικά τις πληγές μου. Η αλμύρα της με πονάει και με εξιλεώνει ταυτόχρονα. Αφήνομαι όμως. Το ‘χω ανάγκη. Εκείνη τη στιγμή που είμαι μόνο εγώ. Ξέρω πώς ό,τι δει και ακούσει θα το πάρει μακρυά με το κύμα και θα το σκορπίσει στους ορίζοντες. Είναι η στιγμή μου.
Χάνομαι σε αυτή.
Τότε αρχίζω να βουλιάζω. Αργά και σταθερά νιώθω την πίεση της γύρω απο το κορμί μου. Αναγέννηση. Να χαθώ μέσα της. Να της πω όλα τα μυστικά μου. Τις πιο καλά κρυμμένες φοβίες μου. Εκείνη δεν ζητάει εξηγήσεις. Δεν κρίνει. Δε μαρτυράει. Σε αφήνει να σβήσεις μέσα της ό,τι σε πονάει πιο πολύ. Μια μάνα που στην αγκαλιά της τα ξεχνάς όλα.
Εκεί στο βυθό της. Κρατάω την αναπνοή μου για να παραμείνω όσο μπορώ περισσότερο κρυμμένη από όλα. Εκείνη η μοναδική στιγμή που όλες οι σκέψεις μου σα δελφίνια ξεπηδάνε και παίζουν γύρω μου.
Έπειτα αφήνομαι.Ανεβαίνω στην επιφάνεια. Με τα μάτια κλειστά νιώθω τις ακτίνες του ήλιου στο πρόσωπο μου. Η καρδιά μου αρχίζει να ζεστένεται ξανά.
Το κύμα με οδηγεί στην στεριά. Σηκώνομαι. Με το μισό κορμί να το αγκαλιάζει η θάλασσα και το άλλο μισό να το χαϊδεύει ο άνεμος. Πλησιάζω. Κάθε σταγόνα λίγο πριν επιστρεψει στη θαλασσα παίρνει μαζί της όλες εκείνες τις φορές που ήθελα να πιστέψω ως πραγματικές. Όλες εκείνες τις φορές που ένας λάθος συναγερμός ή μια λάθος εντύπωση τράβηξε ανθρώπους που δε μου έκαναν. Όλες εκείνες τις φορές που ήθελα να απαρνηθώ αυτό που με χαραχτηρίζει περισσότερο από όλα. Το συναίσθημα.
“Μην το πολεμάς”. Μου ψιθύρισε λίγο πριν με αφήσει να φύγω. “Είναι εσύ”.
Εκεί έξω ο αναγεννημένος εαυτός μου με περίμενε υπομονετικά. Δύο σκιές έγιναν ένα. Εγώ.
Λίγο πριν φύγω κοίταξα πίσω. Υπέροχη στεκόταν εκεί μπροστά στα μάτια μου. Μα εγώ στο βυθό της θέλω να χάνομαι. Εκεί είναι όλες οι ομορφιές του κόσμου. Είναι κενή μια επιφάνεια χωρίς ομορφιά μέσα της. Εκείνη αλλάζει.Ο βυθός όμως όχι…..αρκεί να θέλει κάποιος να ανακαλύψει τις ομορφιές του……