ΗΤΑΝ ΟΙ ΔΡΑΚΟΝΤΕΣ της Φυλής που μας νίκησαν στο τέλος.
Αυτοί και ο Θρασύβουλος, αυτός ο στασιαστής, αυτός ο παράφρονας. Ως στρατηγός είχε δειπνήσει στο τραπέζι μας στην Αθήνα περισσότερες φορές απ’ όσες μπορώ να υπολογίσω, αλλά, αφού ήρθε σε σύγκρουση με τους κακούς πολιτικούς, εξορίστηκε στη Θήβα. Εκεί βρισκόταν σε κατάσταση αδημονίας, αναμονής, με το μίσος και την περιφρόνησή του να κακοφορμίζουν σαν κακό σπυρί, και είχε μαζέψει γύρω του μια μικρή ομάδα από ομοϊδεάτες του, Αθηναίους εξόριστους και μισθοφόρους, που ο καθένας τους είχε τα δικά του χρέη να ξεπληρώσει. Τώρα, με μια πράξη απίστευτου θράσους, είχε οδηγήσει τη δύναμή του, εβδομήντα επίλεκτους πολεμιστές, σιωπηλά μέσα από το φαράγγι, είχε κόψει το λαιμό των αντρών της προφυλακής μες στη νύχτα κι είχε καταλάβει το φρούριο της Φυλής, που φύλαγε το ορεινό πέρασμα μόλις δεκαπέντε μίλια από την Αθήνα. Ομολογουμένως, μέσα στη σύγχυση που επικράτησε μετά την παράδοση της πόλης στη Σπάρτη, οι συνθήκες τον προκάλεσαν ουσιαστικά να κάνει κάτι τέτοιο, αφού η φρουρά είχε αποδυναμωθεί και αποδιαρθρωθεί εδώ και μήνες. Δεν εξυπηρετεί σε τίποτα, πάντως, ν’ αποδοθούν ευθύνες στην ανοησία άλλων, μια και αυτό είναι το τελευταίο καταφύγιο των χαμένων. Τώρα που ο Θρασύβουλος είχε καταλάβει τη Φυλή, έμενε σ’ εμάς να τον απομακρύνουμε από εκεί.
Ο Κριτίας είχε αναλάβει να συγκεντρώσει το στράτευμα και να ηγηθεί της επίθεσης, αλλά ο Κριτίας δεν ήταν στρατιώτης. Ήταν πολιτικός, ηγέτης της σκληροπυρηνικής φατρίας των Τριάκοντα, ακριβώς ο τύπος του ανθρώπου που ο Θρασύβουλος μισούσε περισσότερο. Έδωσε μια εκπληκτική παράσταση, παρ’ όλη την καταρρακτώδη βροχή, όλο κομπασμό και φιγούρα, διατάσσοντας τους πεζούς από τη μια μεριά και τους τοξότες από την άλλη, ποζάροντας με ένα καινούριο ξίφος, ενώ το θαυμάσιο καρχηδονιακό του άλογο φρούμαζε κάτω από τα πόδια του. Αναντίρρητα το γεγονός ότι ήταν μονίμως περιτριγυρισμένος από μια διμοιρία σιωπηλών, ντυμένων με πορφυρόχρωμους χιτώνες Σπαρτιατών τού έδινε κάποια εξουσία. Αλλά ο πονηρός Θρασύβουλος είχε φράξει τον κεντρικό δρόμο για το φρούριο με τεράστιους βράχους, αναγκάζοντας μας ν’ ανεβούμε από ένα στριφογυριστό κατσικόδρομο, κάτω από βασανιστική βροχή, ο οποίος σε ένα σημείο έφτανε επικίνδυνα κοντά στα εξωτερικά τείχη του φρουρίου. Όταν το σίδερο αντιμετώπισε το σίδερο και τα δερμάτινα σανδάλια μας βουτήχτηκαν στη λάσπη, δε θα έπρεπε να κάνει επίθεση ο Κριτίας· ακόμα και το ιππικό ήταν άχρηστο σ’ αυτή τη βραχώδη βουνοπλαγιά, ενώ το λουσάτο του άλογο σύντομα έσπασε το πόδι του, ρίχνοντας τον ατιμωτικά στη λάσπη. Η αναρρίχηση μέσα από το φαράγγι ήταν αποστολή για πεζούς, καθαρά και ξάστερα, κι ενώ ο Κριτίας με την καταλασπωμένη του φορεσιά μάς φώναζε από κάτω, ο Ξενοφώντας μαζί με την υπόλοιπη ομάδα των ιππέων του κατέβηκε από το άλογο, πέταξε το χιτώνα του κι άρχισε να ανεβαίνει στο βουνό με τα πόδια. Η δύναμή μας ήταν τρεις χιλιάδες δυνατοί άντρες αλλά μουσκεμένοι ως το κόκαλο, μια και βρισκόμαστε εκεί έξω. Θα κατατροπώναμε την αξιοθρήνητη συμμορία του Θρασύβουλου πριν νυχτώσει και θα γυρίζαμε πίσω το άλλο πρωί, μια κι ο πόλεμος είχε πια τελειώσει, είχε αρχίσει να κάνει παγωνιά και ήμαστε κουρασμένοι.
Η πρώτη μας επίθεση αποκρούστηκε με απώλειες. Η πύλη του παλιού φρουρίου, το μοναδικό στενό πέρασμα από τα εξωτερικά τείχη, ήταν τόσο στενή, που χωρούσαν να περάσουν μόνο ανά τρεις οι άντρες, ενώ εκατέρωθεν περιστοιχιζόταν από δύο χοντρούς πύργους με επικλινείς βάσεις, κοντόχοντρους σαν βατράχια και εχθρικούς και από τις δυο μεριές της εισόδου. Στενά ανοίγματα πρόβαλλαν στους πέτρινους τοίχους των πύργων, πέντε περίπου μέτρα πάνω από το έδαφος, μέσα από τα οποία οι υπερασπιστές έριχναν βροχή από φονικά βέλη προς την είσοδο, στοχεύοντας τα πρόσωπα μας. Σαρκάζοντας και ουρλιάζοντας οι στασιαστές από τις επάλξεις, με φόντο το μολυβί ουρανό του πρώιμου λυκόφωτος και λαμπυρίζοντας μέσα στην καταρρακτώδη βροχή, πετούσαν πέτρες και αγκωνάρια στα κεφάλια μας, από τα οποία δεν μπορούσαμε να προφυλαχτούμε, αφού τα βέλη σάρωναν τις γραμμές μας από μπροστά. Ακόμα και όταν σηκώσαμε τις ασπίδες πάνω από τα κεφάλια μας και ορμίσαμε ανάμεσα στους πύργους σε σχηματισμό χελώνας, η τεράστια δρύινη, σφυρήλατη με μπρούντζο πόρτα που έφραζε το πέρασμα μας σταμάτησε και υποχωρήσαμε άτακτα, ξεπαγιασμένοι, αφήνοντας πίσω μας πληγωμένους και νεκρούς.
ΜΑΙΚΛ ΚΕΡΤΙΣ ΦΟΡΝΤ
Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ
Α’ ΤΟΜΟΣ
Μετάφραση από τα αγγλικά
ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΠΑ