Είχε γεννηθεί στο Σαν Κόνο, ένα μικροσκοπικό χωριουδάκι, που, χάρη στα λεωφορεία, αποτελεί σήμερα σχεδόν μια από τις δορυφορικές συνοικίες-κλουβιά του Παλέρμο. Πριν έναν αιώνα, όμως, ανήκε σε άλλον πλανήτη, αφού απείχε από τον πα-λερμιτάνικο ήλιο τέσσερις πέντε ώρες δρόμο με την άμαξα.
Ο πατέρας του Ιησουίτη ήταν επιστάτης σε δύο φέουδα που η Μονή του Αγίου Ελευθέριου ήθελε να πιστεύει πως είχε στην κατοχή της στην περιοχή του Σαν Κόνο. Το επάγγελμα του επιστάτη ήταν αρκετά επικίνδυνο για την ψυχική και σωματική υγεία, γιατί σε υποχρέωνε να κάνεις περίεργες συναναστροφές και να μαθαίνεις διάφορες ιστορίες. Η συσσώρευσή τους στο μυαλό προξενούσε μία ασθένεια η οποία, εν ριπή (στην κυριολεξία) οφθαλμού έκανε τον άρρωστο να σωριάζεται νεκρός μπροστά σε κάποιο τοιχάκι, έχοντας όλες αυτές τις ιστορίες καλά σφραγισμένες μέσα στην κοιλιά του και οριστικά χαμένες πια για την περιέργεια των αργόσχολων. Ο ντον Γκαετάνο ωστόσο, ο πατέρας του Πάτερ Πιρόνε, είχε καταφέρει να γλιτώσει από αυτή την επαγγελματική νόσο χάρη σε αυστηρούς κανόνες υγιεινής, οι οποίοι βασίζονταν στη διακριτικότητα και στην πανούργα εφαρμογή προληπτικών μέτρων.
Έτσι πέθανε ειρηνικά, από πνευμονία, μια ηλιόλουστη Κυριακή του Φεβρουάριου, με δυνατό αέρα που έριχνε στη γη τα άνθη από τις αμυγδαλιές. Άφηνε πίσω του, σε σχετικά καλή οικονομική κατάσταση, μια χήρα και τρία ορφανά (δύο κορίτσια και τον ιερέα). Στάθηκε συνετός όσο ζούσε και μπόρεσε να κάνει οικονομίες από τον απίστευτα πενιχρό μισθό που του έδινε η Μονή. Όταν πέθανε λοιπόν είχε στην κατοχή του λίγες αμυγδαλιές στο βάθος της κοιλάδας, μερικά χαμηλά αμπέλια στις πλαγιές και λίγα πετρώδη βοσκοτόπια λίγο πιο πάνω. Μηδαμινά πράγματα, εννοείται, αρκετά όμως ώστε να κάνουν κάπως σημαντικό τον ιδιοκτήτη τους σε σχέση με την εξαθλιωμένη οικονομία του Σαν Κόνο. Ήταν επίσης κύριος ενός μικρού σπιτιού, ένα σκέτο κυβικό κτίσμα, γαλάζιο απέξω και άσπρο μέσα, με τέσσερα δωμάτια επάνω και τέσσερα κάτω, στην είσοδο ακριβώς του χωριού, από την πλευρά του Παλέρμο.
Ο Πάτερ Πιρόνε είχε φύγει από εκείνο το σπίτι σε ηλικία δεκαέξι χρόνων, όταν η πρόοδός του στο σχολείο της ενορίας και η καλοσύνη του Ηγούμενου της Μονής τον είχαν κατευθύνει προς την Αρχιεπισκοπική Ιερατική Σχολή. Είχε όμως επιστρέψει αρκετές φορές στο σπίτι του, ανά μεγάλα χρονικά διαστήματα, είτε για να ευλογήσει τους γάμους των αδερφών του είτε για να δώσει μια περιττή άφεση αμαρτιών (για τα μάτια του κόσμου) στον ετοιμοθάνατο ντον Γκαετάνο. Επέστρεφε και τώρα, στα τέλη Φεβρουάριου του 1861, για το δεκαπεντάχρονο μνημόσυνο. Η μέρα ήταν φωτεινή και φυσούσε, ακριβώς όπως και τη μέρα που είχε πεθάνει ο πατέρας του.