Ο σπόρος που με ξεκίνησε, φυτεύτηκε στην Ολλανδία. Είχαν προτιμήσει τις Κάτω Χώρες, τις τουλίπες και την υγρασία σαν πρόταση εργασίας οι γονείς μου από την μακρινή Αμερική. Γεννήθηκα στην Αγγλία και η μητέρα μου περίμενε έξι μήνες να πάρω δύναμη στο γλαστράκι μου πριν με φέρει στην Ελλάδα.
Εδώ είχε ήδη ετοιμάσει το μποστάνι ο πατέρας μου σε ένα προάστιο των Αθηνών. Δεν ήταν ακόμα της μόδας αλλά ήξερε ότι τα παιδιά μεγαλώνουν καλύτερα με καθαρό αέρα και χωράφια ελεύθερα, με γειτονιά και φίλους. Οι γονείς μου δεν βγάζουν κανόνες. Απλά αλλάζουν τις συνθήκες στο μποστάνι που μεγαλώνουμε. Δεν μας φώναζαν να διαβάζουμε περισσότερα βιβλία. Φρόντιζαν να έχουμε μια ζωντανή βιβλιοθήκη, να διαβάζουν οι ίδιοι και να γυρνάνε από ταξίδια κουβαλώντας νέα βιβλία σαν να ήταν πολύτιμη κοπριά.
Όταν μετακομίσαμε ήμουν δέκα χρονών. Κάτι θείες του φώναζαν του πατέρα μου “που πας εκεί στην ερημιά; Θα σας φάνε οι λύκοι στα βουνά!” Προλάβαμε να μπούμε Σεπτέμβριο αλλά το πρώτο βράδυ κοιμηθήκαμε όλοι μαζί στο σαλόνι χωρίς ρεύμα. Μια μπαλαντέζα μόνο από το μόνο γειτονικό σπίτι και μαγείρεμα σε γκάζι. Έβαλαν μπρος να φτιάξουν το δίκτυο ύδρευσης και για 4 μήνες κάθε απόγευμα πηγαίναμε βαρέλια με νερό από μια πηγή λίγο πιο πάνω από το σπίτι μας για να κάνουμε μπάνιο. Όταν χιόνιζε έσπαγαν τα δέντρα και δεν είχαμε ρεύμα. Αλλά είχαμε γειτονιά. Και έχουμε γειτονιά. Και τα παιδιά μου παίζουν με παιδιά φίλων που έχω από τότε.
Δεν είναι δουλειά να είσαι γονιός. Ένας κήπος είναι η ψυχή σου και τσαπίζεις, ποτίζεις, κλαδεύεις. Αν αντέχεις και όσο αντέχεις, καθαρίζεις και τον χώρο για όποιον σπόρο φύτεψες ή φυτεύτηκε κατά λάθος. Βλέπω τι τραβάνε όσοι προσπαθούνε να φτιάξουν κήπους με κανόνες και γελάω. Στο μποστάνι του πατέρα μου αν βγει μια τομάτα λίγο στραβή ή ένα φυτό γέρνει, δεν θα το βάλει με το ζόρι στην ευθεία. Δεν πάνε έτσι με πρόγραμμα αυτά.
Φτιάχνεις συνθήκες όσο μπορείς, αλλά ο ήλιος, η βροχή, τα ζιζάνια δεν προβλέπονται, ούτε παλεύονται. Η μάνα μου βάζει λουλούδια όπου δει ότι έχει λίγο χώρο ή λείπει λίγο χρώμα. Δεν τους ζητάει να μεγαλώσουν όπως λέει ένα βιβλίο, γελάει όταν είναι διαφορετικά και δοξάζει τον Θεό όταν έχει καλό καιρό και τις ομορφαίνουν μια ηλιόλουστη στιγμή.
Δεν είναι δουλειά να είσαι γονιός. Ένα μποστάνι είναι.
(Οι φωτογραφίες είναι όλες από λουλούδια της μάνας μου γιατί λίγοι θα εκτιμούσατε μια πιπεριά ή ένα καλό μπρόκολο από τον λαχανόκηπο του πατέρα μου ως εικόνα εξίσου. Ξαναδιαβάστε το κείμενο και την επόμενη φορά ίσως σας τα δείξω κι εκείνα. ; )