Μου είναι αδύνατο να κοιμηθώ. Και δε φταίει ο σομιές του εξαιρετικά λεπτού στρώματος του καναπέ που νιώθω στην πλάτη μου, ούτε το ροχαλητό του πατέρα του φίλου μου που ακούγεται σαν να μη μας χωρίζει κανένας τοίχος. |
Κι ούτε φταίει ο ανεπαίσθητος θόρυβος των αυτοκινήτων που ακούγεται απ’ τον δρόμο, μέσα απ’ τα διπλά τζάμια των παραθύρων του διαμερίσματος που βλέπουν στην Πέμπτη Λεωφόρο ή το πλούσιο γεύμα που έφαγα νωρίτερα στο Ζαν Ζορζ, το κορυφαίο εστιατόριο της Νέας Υόρκης, απαραίτητος προορισμός των καλοφαγάδων, το οποίο κόστισε όσο και δεκαοχτώ μέτρα ταφτά το άτομο.
Ούτε φταίει το γεγονός ότι η μητέρα του φίλου μου επέστρεψε απ’ τα «ψώνια» της φορτωμένη σακούλες με δώρα, δείχνοντας παραδόξως φρέσκια και απαστράπτουσα, ιδιαίτερα για κάποια που υποτίθεται πως μόλις είχε καταφέρει να επιβιώσει απ’ τις ορδές των ανθρώπων που είχαν βγει για τα ψώνια τους. Και δεν ήταν απλά της φαντασίας μου. Ακόμα κι ο σύζυγος της την κοίταζε και την ξανακοίταζε κι έλεγε τι έχεις κάνει; Κάτι έχει αλλάξει επάνω σου! Έκανες κάτι στα μαλλιά σου;».
Η απάντηση της Μπίμπι ντε Βιγιέ ήταν απλώς να τον αποκαλέσει γερομπερμπάντη (στα γαλλικά) και να τον σπρώξει μακριά γελώντας.
Κι ούτε φταίει το γεγονός ότι ο φίλος μου κι εγώ πρόκειται να περάσουμε την πρώτη μας Πρωτοχρονιά ως ζευγάρι σε διαφορετικές ηπείρους, χάνοντας εκείνο το ζωτικής σημασίας φιλί της αλλαγής της χρονιάς.
Όχι, δεν είναι τίποτα απ’ όλα αυτά! Ξέρω καλά τι είναι. Ξέρω τι με κρατάει ξύπνια. Το ξέρω πολύ καλά. Είναι το γεγονός ότι νωρίτερα μέσα στη μέρα (ή χτες, αν λάβουμε υπόψη ότι είναι πλέον περασμένα μεσάνυχτα) η καλύτερή μου φίλη μού ανακοίνωσε ότι είναι ερωτευμένη με το αφεντικό της.
Το θηλυκού γένους αφεντικό της!
Κι ακούστε κι αυτό: το αφεντικό της είναι κι αυτό ερωτευμένο μαζί της. Και της ζήτησε και να συζήσουν!