Σε μια κοιλάδα ανάμεσα σε βοσκούς φτωχούς
Εμφανιζότανε στης κάθε άνοιξης την εποχή.
Μόλις ακούγανε τους πρώτους τους κορυδαλλούς.
Μία κοπέλα, όμορφη, φανταστική.
Δεν είχε στην κοιλάδα γεννηθεί.
Κανείς δεν ήξερε από πού ερχόταν.
Και μόλις το ταξείδι άρχιζε για την επιστροφή,
Γρήγορα τ’ αχνάρια της χανόταν.
Ευλογημένη ήτανε η παρουσία της εκεί.
Κι όλες οι καρδιές την εχαιρόταν,
‘Ομως μία θωριά αριστοκρατική Την έκανε ξέμακρη και φαινόταν.
Έφερνε φρούτα και ανθούς.
Που ωρίμαζαν σε άλλη γη διαφορετική.
Σε άλλους ήλιους λαμπερούς.
Σε άλλη φύση πιο ευεργετική.
Μοίραζε δώρα στον καθένα.
Στον ένα φρούτα, στον άλλον άνθη,
Ο νέος και ο γέρος με τα χρόνια περασμένα,
Γύριζαν όλοι σπίτι τους με κάτι.
Καλοδεχούμενοι ήτανε όλοι οι επισκέπτες.
Μα σαν πλησίαζαν ζευγάρια ερωτευμένα,
τους έδινε τις πιο ακριβές τις ανθοδέσμες.
Τα λούλουδα τα πιο όμορφα ανθισμένα.
Σίλλερ