Ανεπαισθήτως αισιόδοξα ,
μας βρήκε η αυγή να συζητάμε,
συναισθηματικούς συμβιβασμούς σε πλήρη ταύτιση
μ ‘ ένα παραλυμένο νεύρο να αποφαίνεται:
-Μονο και μόνο για να μην αγαπάμε,
aπολυμένους δαίμονες ξορκίσαμε και περπατάμε.
-Φορούσαμε παράξενα καπέλα.
“Προς τι η τόση αποκαρδίωση “?
σας ρώτησα στριφογυρνώντας αφελώς μια μπούκλα.
“Κρυστάλλινες οι θλίψεις”, η μια αποφάνθηκε.
“Όταν πεθαίνουν οι ευχές τι τραγουδάνε?
ρώτησε η άλλη πίνοντας ηδονικά το τσάι της.
Κι η τρίτη…
“Να μου χτυπάς κάθε πρωί την πόρτα ..μήπως πέθανα
κι άδικα τα κοράκια αλυχτάνε.”
*H τελευταία φράση , η λεγόμενη κατακλείδα , είναι αφιερωμένη στην Σαπφώ Νοταρά και τον έρωτα της για τον Μ. Λουντέμη.
Ένας έρωτας που πάντα με συγκινούσε και ελάχιστοι γνωρίζουν πως υπήρχε.
Πέθανε μόνη σε κάποιο δωμάτιο που νοίκιαζε και πλήρωνε ένας άγνωστος θαυμαστής της. Γεμάτο εφημερίδες και παλιά παράξενα καπέλα και τρύπια ρούχα από κάφτρες τσιγάρων
-Τη βρήκαν πολλές μέρες μετά…
Δυστυχώς στις σημειώσεις μου δεν έχω κρατήσει τίποτα άλλο παρά μόνο πως ήταν πάντα… μοναχική, βαθιά λυπημένη και φανατική καπνίστρια…
Φωτογραφία: Mark Ryden