Έπρεπε να το μαντέψω. Την συνάντησα στην επέτειό μας και μου έδωσε το δώρο της:
“Σου πήρα ζεστές κάλτσες αγάπη μου.”
Την κοίταξα. Άνοιξα την πόρτα του αυτοκινήτου.
-Δεν έχω πόδια. Τα πούλησα για ιατρικά πειράματα για να βγάλω λεφτά να σου αγοράσω σκουλαρίκια.
Άρχισε να κλαίει.
“Δεν σε ακούω Αλέκο. Πούλησα τα αυτιά μου για ιατρικά πειράματα για να σου πάρω τις κάλτσες.”
Μπήκα στο αμάξι, προχωρήσαμε, φτάσαμε, κάτσαμε.
-Έλα φιλαράκι, μπορείς, πεσ’το!
“Θεέ μου, θα πει τα πρώτα του λογάκια!”
-Έλα, έλα, μπορείς!
Μας κοίταξε προσεκτικά. Πρώτα αυτήν, μετά εμένα. Μετά πράγματι μίλησε:
“Τι θα πιείτε;”
-Αααααα, τι γλυκό!
Το γκαρσόνι έφυγε μπερδεμένο, εμείς κοιταχτήκαμε κουτσοί και χωρίς αυτιά αλλά ερωτευμένοι.
-Πως είναι η μάνα σου;
“E, τα γνωστά.”
-Χάρηκε που πήρες το δεύτερο διδακτορικό;
“Μπα. Αν λύσω το Κυπριακό, βρω πηγή άπειρης φτηνής ενέργειας και εξαφανίσω τα πλαστικά από όλους τους ωκεανούς του πλανήτη είναι ικανή να μου την μπει που άφησα χωρίς καπάκι τα μακαρόνια στο ψυγείο.”
-Κι έμενα μου τα έπρηζε παλιά αλλά με έσωσε η γειτόνισσα η θεούσα. Εκείνη βρήκε το πνεύμα Κυρίου και η μάνα μου το οινόπνευμα χωρίς τον Κύριο. Αλλά είναι συνήθως γκολ και δεν μου την μπαίνει.
“Αλέκο πρέπει να σου πω κάτι αλλά δεν ξέρω πως…”
-Διάλεξε με την σωστή σειρά σύμφωνα και φωνήεντα, τα ενώνεις και όλα θα πάνε καλά. Εδώ τα κατάφερε το γκαρσόνι και αυτός είναι και Αλβανός νομίζω.
“Νομίζω έχω κατάθλιψη.”
-Σιγά το πράγμα. Το άκουσα σε μια διαφήμιση στο ραδιόφωνο:
“2 στους 3 ανθρώπους παλεύουν με την κατάθλιψη. Μιλήστε με τον ψυχολόγο σας.” Οπότε τον πήρα τηλέφωνο και τον ρώτησα αν έχει θέμα αλλά ο δικός μου ήταν κομπλέ.
Το γκαρσόνι ξαναγύρισε με περισσότερη αυτοπεποίθηση:
-Θα πιείτε κάτι;
Τον κοίταξα μάγκικα.
“Έχετε κοκτέιλ με γεύση σουβλάκι πίτα; Πεινάω λίγο.”
2-0. Πάλι έφυγε ηττημένος. Μια χαρά μουσική το μαγαζί, ωραία περνάμε, γιατί να πληρώσουμε;
-Αλέκο μια μέρα θα σε πεθάνει αυτή η ειρωνεία σου. Θα έρθει με μαχαίρι κάνας κλέφτης και θα του πεις “τι θα κάνεις μωρέ με αυτό; Θα με μαχαιρώσεις;”
Θέλει θάρρος να προτείνεις συγκατοίκηση. Πρέπει να το σκεφτείς προσεκτικά, να ζυγίσεις τα υπέρ και τα κατά και να μετρήσεις τις δυνάμεις σου και τα αποθέματά σου. Να διαλέξεις την σωστή στιγμή και να καταστρώσεις σχέδιο για να την προσεγγίσεις την όλη φάση και να βγει. Παρόλ’αυτά δεν είναι αδύνατον να δελεάσεις έναν ασβό να μπει στο σπίτι σου, απλά θέλει καλό δόλωμα και υπομονή.
-Είσαι σοβαρός! Ασβό? Θέλεις έναν ασβό στο σπίτι σου???
“Άκου εμείς έχουμε συμφωνήσει άλλα, δεν θυμάσαι;”
-Τι έχουμε συμφωνήσει;
“Είπαμε αν κι οι δυο είμαστε ελεύθεροι όταν γίνουμε 50 ….
Με κοίταξε γλυκά.
“…θα πάρουμε ασορτί κουρτίνες.”
Την τελείωσα αλλά καλού κακού συνέχισα.
“Όταν έχεις μια ορφανή κάλτσα εσύ, πόσα χρόνια περιμένεις μπας και βρεθεί η άλλη;”
.
(Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης δεν το έχει σε τίποτα να κόψει τα αυτιά ή τα πόδια κάποιος για την πάρτη του. Ο ίδιος μόνο για πλάκα, στα ψέματα και μετά τις χωρίζει πριν καταλάβουν ότι απλά ήταν στα γόνατα και τις δούλευε.)