Ο Σεπτέβρης στα Τρίκαλα είναι ζεστός μήνας, όλος αέρα. Οι μέρες σύντομες και υγρές. Το ποτάμι που περνάει μέσα από την πόλη είναι πια ημιθανές και οι καρακάξες τρώνε λαίμαργα ότι έχει απομείνει από τα στάχυα που μάζεψαν οι αγρότες προ πολλού από κίτρινα, ξεπλυμένα χωράφια. Τα κόκκινα μήλα ωριμάζουν, τα σύκα πέφτουν και σκάνε. Απελπισμένες αλογόμυγες βουίζουν χωρίς νόημα στον μεστό αέρα. Μετά παίρνουν φόρα και χτυπάνε στα παράθυρα και πέφτουν λιπόθυμες να λιαστούν μέχρι να πάρουν δύναμη να το ξανακάνουν όλο πάλι ακόμα πιο απελπισμένες.
Οι νύχτες είναι μουντές, γεμάτες σύννεφα αλλά με υπόνοιες εγκλήματος. Μέχρι να έρθει ο Οκτώβρης και οι πρώτες βροχές περνάνε οι μέρες με το όνειρο και την ιδέα της επερχόμενης νεροποντής να παίζει πάνω από τα κεφάλια των παιδιών στις πλατείες έτσι όπως τους βλέπουν οι γέροι. Αυτοί ξέρουν τι ζητάνε, μια βροχή να πρασινίσει ο τόπος. Τα χωράφια το ένα δίπλα στο άλλο σαν χαλί φτηνό και προχειροφτιαγμένο, τα κτίσματα φυτεμένα και ριζωμένα μέσ’τον κάμπο για έμφαση, τσιπούρια στην πλάτη της Γης. Οι πράσινες άκρες των τοίχων έχουν πια ξεραθεί. Οι κισσοί και τα χόρτα που ετοίμαζαν την επόμενη πυρκαγιά σε στύλους της ΔΕΗ, τώρα πέφτουν, φεύγουν με τον αέρα.
Το σπίτι ήταν άδειο. Παράθυρα ανοιχτά. Εξώπορτα παίζει με τον αέρα. Στη βεράντα ούτε μια καρέκλα, τίποτα. Αλλά το τρακτέρ και το Ντάτσουν απέξω έδειχναν σαν να είχαν μόλις έρθει και ο Αλέκος ήταν ζωντανός. Ολοζώντανος. Ήταν μεγάλος ανηψιός του Μεξικάνου διπλωμάτη που μια φορά πέρασε από αυτά τα μέρη. Εκείνον τον έλεγαν Ναβαμόνι Επι, αλλά όλοι τον φώναζαν Μπάμπη. Μερικοί τον έλεγαν και Μπάμπη Έπι για πιο επίσημα. Ή “Μπάμπη! Επ!” Δεν θυμόταν πια τις λεπτομέρειες του πρώτου του καιρού στα Τρίκαλα. Θυμόταν κάτι τσίπουρα, κάτι ψάρια που έφαγαν μια φορά από το ιχθυοτροφείο και μια βυζαρού σερβιτόρα. Θυμάται που φοβόταν μην πάει στην κόλαση έτσι που ξεκοκάλιζε τα παϊδακια και λιγουρευόταν τα στήθη της.
Κι αυτά ήταν μόνο τα μικρά πράγματα. Μην πεις ‘καλό χειμώνα’ πριν δεις πατημένη καρακάξα, εκτός αν την πάτησες εσύ.
.
(Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης γράφει μόνο αλήθειες. Πολλά του κείμενα μοιάζουν σαν αρχή βιβλίου. Είναι επίτηδες. Μια μέρα κάποιος εκδότης θα του τα σκάσει χοντρά για να μάθει επιτέλους τι έγινε παρακάτω.)