Πρωί-πρωί στα τηλέφωνα.
Έχω χάσει ήδη το μέτρημα πόσες φορές έχω πάρει το ίδιο νούμερο.
–Ναι, επιτέλους απάντηση.
–Καλημέρα! Που ήσουν ρε μάνα πρωϊνιάτικα;
–Πετάχτηκα ως την κυρία Δέσποινα. Έχει το πόδι της.
Δεν χρειάζομαι πλέον μεταφραστή να μου πει τί πάει να πει αυτό. Σήμερα μοιάζει σαν το “Βρε δε με παρατάς, όπου θέλω πάω, λογαριασμό θα σου δώσω;”
Προετοιμάζομαι. Το έχω ξαναζήσει περισσότερες φορές από όσες έχω δει τον “Ζήκο” και κάθε φορά εύχομαι να μη γίνει “Της κακομοίρας”.
Του στραβού το δίκιο να το πω, δεν έκανε τίποτα λάθος, διότι κλειδάριθμο έχει, άσχετα αν δεν ξέρει τί είναι. Οι τεμπέληδες της εφοριακής κοιλάδας, της έστειλαν e-mail, που επίσης δεν έχει την αχνή ιδέα τί χρώμα είναι αυτό. Κορυφή βέβαια είναι πως δε γνωρίζει πως είναι κάτοχος και των 2.
Βαθιά εισπνοή. Εύχομαι να πάρω μια θετική απάντηση, να έχω κάπου να πιαστώ να βγάλω μια στοιχειώδη άκρη.
Το πιάνω μαλακά κι ευγενικά.
–Πες μου, σε παρακαλώ πού έχεις τις φορολογικές δηλώσεις σου, από τις προηγούμενες χρονιές;
Βρίσκομαι σε κατάσταση που ο χρόνος κυλάει αργά. Κάνε Θεέ να θυμάται. Όχι πως ξεχνάει, πάντα τακτοποιεί, απλά αλλάζει την θέση των πάντων, γιατί εκεί είναι και καλύτερα και δεν θα το ξεχάσει. Και αιωνίως θυμάται την προηγούμενη. Σε παρακαλώ, Παναγία μου, μην πει “Εκεί”.
Η μάνα μου και το “εκεί”, μιλάω με απόλυτη σιγουριά, έχουν κρυφή ερωτική σχέση, ίσως πριν καν γεννηθώ. Όταν λέει “εκεί”, ανάβω σαν Χριστουγεννιάτικο δέντρο, ασχέτως εποχής. Πριν τελειώσει η ερώτηση, απαντάει,”εκεί”, με λίγα λόγια “ψάξε βρες το, κι αν το βρεις, πες μου που το παράχωσα, γιατί σιγά να μη ξέρω που το έβαλα” ,ή “ωχού! Mε ζαλίζεις”, για να αναφέρω λίγες από τις σημασίες του “εκεί”. Αν ασχολιόταν με το ποδόσφαιρο θα μπορούσε να μου έλεγε τραγουδιστά: “Εκεί, εκεί στην Β’ Εθνική.” Μόνο μια ευδόκιμη υπηρεσία στην υπηρεσία αποκρυπτογράφησης της CIA, μπορεί να βοηθήσει στοιχειωδώς. Θα πρέπει να συνδυάσεις, τόνο φωνής, το νόημα από το ύφος των ματιών πάνω από το χρυσό σκελετό των γυαλιών της, για να έχεις πιθανότητα να καταλάβεις το “εκεί”.
–Της εφορίας τα χαρτιά;
Αυτό είναι. Μου μιλάει με γλυκιά κοριτσίστικη φωνή, πάλι. Γιατί ξέρει, πως αν με φουντώσει, θα της κλείσω το τηλέφωνο στο δευτερόλεπτο, ενώ ταυτοχρόνως θα με ακούει να ωρύομαι από χιλιόμετρα μακριά. Είναι σαν να μου βάζει αλεύρι πριν με τηγανίσει. Το έχω ξαναζήσει, μου’ ρχεται σαν καθημερινό σήριαλ, σαν ένα ντεζαβού.
Μια φορά κι έναν καιρό, τα είχε ανάμεσα στα κεντήματα, την άλλη στο άλμπουμ με τις φωτογραφίες της Αυστραλέζας ξαδέρφης. Δε ρώτησα πότε το λόγο. Εσύ δεν θα χασμουριόσουν αν έκανες παρέα με τους Ντεμισέδες; Τα πήγε στη γέφυρα του Σίντνεϊ, να μυρίσουν θαλασσινό αγέρα.
Δεν υποψιάζομαι πια,είναι βέβαιο, πως τα ρημάδια έντυπα έβγαλαν ποδαράκια και κουτρουβάλησαν στα έγκατα της μαύρης τρύπας που βολτάρει στο πατρικό σπίτι.
–Ναι, μαμά, ναι, της εφορίας.
–Τα έχω όλα στο κουτί.
Tη μάνα μου ούτε Πανδώρα τη βάφτισαν, ούτε κολλητή του Βαξεβάνη είναι κι αυτόν ούτε που τον ξέρει ή τον παρακολούθησε ποτέ, αφού κοιμάται από τις 9.
–Ποιό;
–Τα έχω όλα στο κουτί. Στο κίτρινο κουτί. Σε αφήνω τώρα. Φιλάκια, και μου κλείνει το τηλέφωνο.
¨Εκεί” δεν είπε, ήταν κατατοπιστικότατη.
Mε κόπο βάζω στην άκρη του μυαλού μου, την αγγελία που είδα και θα ήθελα να την είχα ανεβάσει εγώ,
“Χαρίζεται μάνα που φτιάχνει καταπληκτικές πίτες, και σας δίνω και 50 ευρώ αν έρθετε να την πάρετε από το σπίτι”.
Το ξανασκέφτομαι τώρα που είπα πίτα. Μωρέ δε βαριέσαι, θα μου πάρει λίγο χρόνο αλλά θα τα βρω. Κακά τα ψέμματα, τρία κομμάτια της φρεσκοψημένης πίτας της, η μαμαδίστικη μυρωδιά του πατρικού σπιτιού μαζί με το χαμόγελό της αξίζουν όλη τη Γη.
Αν με πάρετε τηλέφωνο, θα είμαι απασχολημένος.