Δεν με έπαιρνε ο ύπνος. Όπως και να τα μετρήσεις δεν βγαίνουν. Ούτε προοπτική για λεφτά και τα έξοδα αμείλικτα. Με πόναγε και το δόντι αφόρητα αλλά που λεφτά για οδοντίατρο, πόσο μάλλον για τη σειρά επισκέψεων που είχε πει ότι θα χρειαστούν για να τα φτιάξουμε κανονικά. Τότε, πριν τρία χρόνια που είχα πάει παλιά που κάλυπτε το ΙΚΑ το κόστος και μπορούσα να πηγαίνω οδοντίατρο.
Το έσπρωχνα με το δάχτυλο. Για λίγο με βοηθούσε με τον πόνο η πίεση. Λεφτά για ασπιρίνη ούτε για δείγμα, μόνο κάτι ληγμένο είδα στο ντουλάπι αλλά νομίζω ότι ήταν για τον σκύλο αυτό κάτι πολύ δυνατό. Σκεφτόμουν τα έξοδα, πόναγε το δόντι και ήθελα να βάλω τα κλάματα. Αλλά έπρεπε να βρω λύση για τα παιδιά. Ούτε να αυτοκτονήσεις δεν έχεις δικαίωμα πια.
Τελικά βγήκε το δόντι. Νομίζω έκανα ζημιά και στο ούλο, κάτι αφύσικο ακούστηκε καθώς το πίεζα. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη αλλά ήταν όλο αίματα η περιοχή, δεν έβγαλα άκρη. Ξέπλυνα το δόντι και το κοίταξα. Αν είχα λεφτά για χαρτί υγείας θα το τύλιγα κάπως. Το έβαλα κάτω από το μαξιλάρι και προσπάθησα να κοιμηθώ. Μπας και έρθει η νεράιδα των δοντιών και τα κονομήσουμε. Ένα – δυο ευρώ να αγοράσουμε λίγο ρύζι ίσως. Δεν έχουμε ηλεκτρικό αλλά θα το ψήσουμε κάπως στον κήπο σε φωτιά. Μπορεί να μου αφήσει και πέντε ευρώ. Αφού είμαι ενήλικος, δικαιούμαι πιο μεγάλο ποσό από ότι τα παιδιά που θα χαραμίσουν τα λεφτά σε γλυκά και θα χαλάσουν κι άλλο τα δόντια τους.
Ρε για κάτσε!
Ήταν που το σκέφτηκα και μια που το έκανα. Ένα-ένα έβγαλα όλα μου τα δόντια. Ένα για να πάρω κάλτσες στα παιδιά. Τα υπόλοιπα ρούχα κάπως τα μπαλώνω αλλά αυτές οι μοντέρνες κάλτσες αν τρυπήσουν δεν φτιάχνονται εύκολα. Ένα για να πάρουμε τετράδια. Όλο σβήνουμε το παλιό και το ξαναγράφουμε, πονέσαν τα χέρια μου. Κάθε έξοδο του σπιτιού σκεφτόμουν και έβγαζα δόντι για δαύτο. Μερικά βγήκαν εύκολα. Άλλα δύσκολα. Μισή ώρα αργότερα ήμουν τελείως φαφούτης με μια χούφτα δόντια ξεπλυμένα κάτω από το μαξιλάρι. Πήγα στο φαρμακείο και κατέβασα όλο το ληγμένο φάρμακο του σκύλου. Δεν θυμάμαι για τι πάθηση ήταν αλλά κάπως έπρεπε να κοιμηθώ.
Είδα περίεργα όνειρα. Η νεράιδα των δοντιών μια μου άφηνε πάκα πενηντάευρα, μια χρυσάφι. Μια άλλη φορά μου άφησε ένα μικρό χρηματοκιβώτιο με μετοχές μέσα. Είχε πολλές παραλλαγές, όλες καλές. Μια φορά μου την έπεσε κιόλα και παντρευτήκαμε και ζούσαμε από τα ποσοστά που έπαιρνε η νεράιδα από κάθε δόντι. Για κάθε δυο ευρώ που αφήνει σε παιδί κρατάει 20% ξέρετε. Κάπου εκεί στα λογιστικά της υπόθεσης ξύπνησα. Πριν ανοίξω τα μάτια έψαξα με το χέρι κάτω από το μαξιλάρι. Άφαντα τα δόντια. Καλό αυτό καθότι τα παιδιά λείπουν από το σπίτι αυτό το Σαββατοκύριακο. Άρα θα ήταν η νεράιδα. Έψαξα στο δωμάτιο για χρηματοκιβώτιο. Πουθενά.
Σηκώθηκα και επιθεώρησα το σπίτι. Τίποτα. Η γάτα με κοιτούσε περίεργα όμως και με ακολουθούσε. Ήρθε μέχρι την κουζίνα μαζί μου. Τριβόταν στο πόδι μου αλλά δεν είχα όρεξη. Ούτε να φάω μπορούσα το τελευταίο παξιμάδι τώρα χωρίς δόντια. Το άφησα μέσα σε ένα μπωλ με νερό – ευτυχώς δεν μας το είχαν κόψει ακόμα – μπας και το καταφέρω αργότερα. Κολλητσίδα η γάτα. Άρχισα να εκνευρίζομαι. Γουργούριζε πολύ. Την έδιωξα. Πεινούσα, πονούσα και αυτή πηδούσε στο δωμάτιο μες την καλή χαρά.
-Ρε, α τράβα φέρε κάνα ποντίκι να φάμε άχρηστη γάτα!
Με αγριοκοίταξε. Την αγριοκοίταξα. Πήγε να νιαουρίσει αλλά την έπιασα και την πέταξα με δύναμη στον τοίχο. Εκτός εαυτού. Ούτε νεράιδες υπάρχουν, ούτε υπάρχει ελπίδα. Δεν είναι σωστό να βγάζεις τα νεύρα σου στα ζώα σκέφτηκα καθώς την είδα να φεύγει από το χέρι μου, αλλά κάπου έπρεπε να ξεσπάσω. Η γάτα χτύπησε δυνατά στην γωνία της κολώνας με την πλάτη. Προφανώς δεν ισχύει σε εσωτερικούς χώρους αυτό που λένε ότι πάντα γυρνάνε με τα πόδια. Ακούστηκε ένα δυνατό “κρακ”, μάλλον η σπονδυλική της στήλη ή ο λαιμός θα ήταν. Χτύπησε και το κεφάλι και έπεσε κάτω. Τελείως νεκρή.
Δεν ένιωσα τίποτα. Πήγα να πλύνω τα χέρια μου να απολαύσω με την ησυχία μου το παξιμάδι αλλά έξω γινόταν φασαρία. Από το μικρό παράθυρο της κουζίνας είδα τηλεοπτικά συνεργεία και κόσμο στον δρόμο. Χάζεψα λίγο αλλά γρήγορα έγινε εμφανές ότι ερχόνταν προς εμένα. Βγήκα στο μπαλκόνι και τα φλας άστραψαν.
-“Α, ρε τυχερούλη!” Ήταν ο αντιπαθητικός γείτονας. Ο δημόσιος υπάλληλος, ο μόνος που περνάει καλά σε αυτή την πολυκατοικία πλέον.
-Τυχεθούλη; Ψεύδιζα χωρίς δόντια και έκανα μεγάλη προσπάθεια να μην φανεί το ανοιχτό μου στόμα.
-“Με αυτό το κλιπάκι που ανέβασα το πρωί στο YouTube θα γίνεις ζάμπλουτος ρε!”
-Πθιο κλιπάκι;
-“Με τη γάτα σου! Αυτή με τα περίεργα δόντια που μοιάζει σαν άνθρωπος! Καλά ήταν απίθανη. Την είδα το πρωί και δεν το πίστευα. Χαμογελούσε και ψόφαγα στο γέλιο. Ε, φαίνεται ότι έχει σουξέ γιατί από το πρωί έφτασε ήδη τρία εκατομμύρια views. Σίγουρα θα σου προτείνουν συμβόλαιο για ταινία.”
Μπήκα μέσα πάλι. Στον τοίχο λίγο αίμα στο σημείο που προσέκρουσε η γάτα πριν πέσει. Από κάτω το ζώο λίγο στραβά όπως έπεσε με σπασμένα κόκαλα. Γύρισα λίγο το κεφάλι της να θαυμάσω κι εγώ το χαμόγελο για να έχω κάτι ευχάριστο να σκέφτομαι καθώς έπεφτα από τον δεκατοτέταρτο όροφο.