Η χρυσαφένια κάρτα τα γράφει απλά:
«Αναλαμβάνουμε Γάμους, Βαφτίσια, Δεξιώσεις και Πρωτοβουλίες
Τιμές προσιτές, άμεση εξυπηρέτηση
Οι φίλοι στο Facecool έχουν έκπτωση 6,9%
Τηλέφωνο επικοινωνίας (χωρίς χρέωση) 800-69-MARSA»
Ο ήλιος καίει, ο ιδρώτας στάζει από το μέτωπο μου και το καταραμένο μοχίτο έχει γίνει σούπα.
Από την άκρη της πισίνας πλησιάζει μια δίμετρη ξανθιά, με ένα Καλάσνικοφ στο χέρι. Μεγαλοπρεπές κωλοδάχτυλο προς τη μούρη μου, οπλίζει και σημαδεύει.
Την ίδια ώρα άρχισε να τρέμει ο τόπος.
«Σεισμός! Η Αίτνα ξύπνησε» ούρλιαξα και πετάχτηκα επάνω.
Tα δυνατά σκουντήματα του ανιψιού Σωκράτη με είχαν ξυπνήσει τελικά. Εφιάλτη έβλεπα.
Είχε ξημερώσει και ο ήλιος με έψηνε μέσα από τη μεγάλη τζαμαρία.
Ο ανιψιός πάνω από το κεφάλι μου, με μια υποψία ανησυχίας, φώναζε.
-Σήκω ρε τεμπέλαρε, ήρθα για καφέ.
Μου πήρε ένα πεντάλεπτο να συνέλθω από την τρομάρα μου.
Τουλάχιστον δεν με απειλούσε η δίμετρη με το ΑΚ47. Για τα υπόλοιπα τρέχα γύρευε. Πιάνω μολύβι και χαρτί, να τα γράψω αναλυτικά, για μελέτη αργότερα.
-Έλα ρε, με κατατρόμαξες. Πως βρέθηκες εδώ μέσα;
-Μου άνοιξε η Άφρο, καθώς την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια. Κάτι της έκανες κωλόγερε και πήρε δρόμο.
-Σόκρατες, μη σε γαργαλήσω πρωινιάτικα, τι μέρα είναι;
-Κυριακή και ώρα εντεκάμισυ τα πρωινιάτικα. Σου έφερα ασπιρίνη, κρουασάν και δροσερό νερό. Έχεις τα χάλια σου. Μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια, παραπατάς και κοιμήθηκες με τα ρούχα στον καναπέ. Πάλι καλά που η κοπέλα έβγαλε τα παπούτσια σου και σε σκέπασε. Τι της έκανες βρε ρεμάλι;
Άκου ερωτήσεις πριν την πρωινή καφεΐνη. Δεν πάμε καλά, η σημερινή νεολαία δεν σέβεται τίποτε.
-Άκου νεαρέ μου, αν δεν με απατά η κουφάλα η μνήμη, μάλλον έφυγα νωρίς και γύρισα αργάμιση. Για δες, είναι απέξω παρκαρισμένη η Γερμαναρού; Αν όχι, ήρθα με ταξί.
Τελικά με ταξί είχα έρθει και τα κομματάκια της μνήμης ένα-ένα έμπαιναν στη θέση τους.
-Ανιψιέ, κάτσε κάτω τώρα που συνέρχομαι να στα πω. Έγινε της τρελής χθες. Μέχρι και όνειρο είδα.
Ο λεχρίτης ο Περίανδρος, που να μην τον είχα ανάγκη για κάτι μπίζνες, τα έκανε σκατά. Η γυναίκα του τον τσάκωσε με τη γκόμενα και πλήρωσε δυο μπράβους, να τον τουλουμιάσουν.
Χθες το απόγευμα με πήρε τηλέφωνο ο μαλάκας. Ικέτευε για ένα ποτό, ήθελε συμβουλές.
Τι να τον συμβουλέψεις τον άχρηστο;
Του γυάλισε μια παντρεμένη, της κλάφτηκε πως κακοπερνά και του έκατσε η μαλάκω. Ο ηλίθιος από τη χαρά του το είπε στα μισά Βου-Που. Όσο μου τα έλεγε, ήπια ένα μπουκάλι βότκα.
Για να θυμηθώ καλύτερα το όνειρο πιάνω το χαρτί με τις σημειώσεις. Να το όνομα στην κάρτα. Μάρσα η παντρεμένη, η ξανθιά με το Καλάσνικοφ.
Εντάξει, την έκανε βούκινο, τα πήρε στο κρανίο και ψάχνει να τον καθαρίσει σαν αμύγδαλο. Εμένα όμως γιατί; Τι μου λέει το όνειρο;
Την στιγμιαία αφηρημάδα μου, την διέκοψε νέο σκούντημα, από την Αφροδίτη αυτή τη φορά, που εμφανίστηκε από το πουθενά.
-Τα έμαθα όλα, ούρλιαξε. Πριν προλάβω να κουνηθώ, τρώω ένα μεγαλοπρεπές χαστούκι, μου πετάει τα κλειδιά του σπιτιού στη μούρη και φεύγει.
Έμεινα κάγκελο.
Τι έμαθε αυτή που δεν ήξερα; Τι έκανα χωρίς να φταίω; Ποιόν κάλο πάτησα, χωρίς να το θέλω;
Επιστράτευσα όλη μου την εξυπνάδα. Ξαναδιάβασα τις σημειώσεις από το όνειρο, μπας και με βοηθήσουν. Έξυσα το κεφάλι για ώρα και στο τέλος μου ήρθε.
Η Μαργαρίτα, η νευριασμένη σύζυγος του Περίανδρου, είχε επιχείρηση catering για την υψηλή κοινωνία. Ξέχασα πως γνωρίζονται με την Αφροδίτη και την Μάρσα. Προφανώς η χρυσή κάρτα στο όνειρο μου έδειχνε κάτι.
Την κάλεσα στο κινητό.
-“Μαργαρίτα;”
-«Ναι, εσύ είσαι;» Απάντησε με φωνή νευριασμένου κροκόδειλου. «Δεν περίμενα να πάρεις. Είσαι θρασύτατος. Τον καλύπτεις τόσο καιρό και του πασάρεις παντρεμένες, που τις είχες γκόμενες, για να τις παίρνετε παρτούζα. Μου τα ξέρασε όλα ο βλάκας. Τα είπα όλα και στη δικιά σου και στην άλλη.»
Μη σας ζαλίσω με τα παρακάτω. Συνοπτικά, τις επόμενες μέρες έγιναν τα εξής:
Ο λεχρίτης ο Περίανδρος δέχτηκε επίσκεψη από την ντουλάπα, λέγε με ανιψιό Σωκράτη, και εξαφανίστηκε από την κοινωνία για ένα εικοσαήμερο, μέχρι να συνέλθει από τον διάλογο.
Η Μαργαρίτα πήρε μια ωραία ανθοδέσμη σε σχήμα τούρτας, που εντελώς τυχαία είχε και ένα μπαγιάτικο ψάρι μέσα. Ο ανθοπώλης επιπλήχθηκε αρμοδίως.
Η Μάρσα πήρε πόδι. Το Αλλοδαπών διεπίστωσε πως την έψαχναν στην πατρίδα της.
Η Αφροδίτη κέρδισε εισιτήριο για τη θεία της στο Σικάγο. Άνευ επιστροφής.
Ο Κολούμπρα;
Αυτός, αφού έριξε ένα μπινελίκι στον φίλο του τον Μανιτού, έγραψε στην πρώτη σελίδα της ατζέντας του.
«Θα είμαι καλό παιδί και δεν θα ξαναμιλήσω σε καμιά φίλη ή γνωστή της γυναίκας μου, αν δεν είναι αυτή μπροστά. Για να το βάλω καλά στο μυαλό μου, κάθε πρώτη του μήνα, θα γράφω την προηγούμενη απόφαση πενήντα φορές.»
Καλά μου παιδιά, αν δεν γουστάρετε κουμπότρυπες από Καλάσνικοφ, προτείνω να πιάσετε και εσείς χαρτί και μολύβι.
Ακούστε το θείο Ρομπέρτο, κερδισμένα θα βγείτε.