Σας έχω πει για την Πολυάννα; Η Πολυάννα ήταν ένα κοριτσάκι –μάρτυρας η οποία στα 8 της χρόνια περίπου που τη χτύπησαν σχεδόν όλες οι πληγές του Φαραώ, ανακάλυψε ένα παιχνίδι για να τη βοηθήσει να τα ξεπεράσει όλα με ιώβεια υπομονή. Το παιχνίδι της χαράς –που να μην έσωνε!
Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή. Και η αρχή ήταν το εξώφυλλο-ζωγραφιά του βιβλίου. Στο οποίο φιγουράριζε μια πιτσιρίκα – χάρμα: ξανθή, λεπτή γαλανομάτα με το αεράκι να της φυσά την πλούσια μακριά κόμη, μία παγίδα εν ολίγοις για το κάθε μπαρμποχτυπημένο κοριτσάκι, ένα όνειρο που παρέπεμπε στην Αλίκη στο ναυτικό (πριν την υπολοχαγό Νατάσα). Θα μου πεις never judge a book by its cover. Να μου το έλεγες τότε, φιλαράκι και κατά προτίμηση στα ελληνικά!
Ψηνόντουσαν, το λοιπόν, τα κοριτσάκια, το καθένα για τους δικούς του λόγους. Άλλα γιατί ταυτίζονταν με την ωραία κορασίδα. Άλλα γιατί η έμφαση έπεφτε στο «…της χαράς» οπότε σου λέει ας χαρούμε όλοι μαζί. Άλλα γιατί προσπαθούσαν να πείσουν τον εαυτό τους ότι αυτό είναι το σωστό ανάγνωσμα για να μετατραπείς εν μία νυκτί από κοντοκουρεμένο, μαυρομάλλικο αγοροκόριτσο που βγάζει φλύκταινες όποτε βλέπει ροζ και μπάρμπι (για το συνδυασμό ας μη μιλήσουμε καλύτερα) σε ευγενική νέα που κάθεται δίπλα στο παράθυρο και κεντάει περιστέρια να φιλιούνται, βοηθάει τη μητέρα στην ανατροφή του μικρού αδελφού, δεν λερώνεται σαν σκυλί σε βάλτο και δεν πλακώνει με χαρακτηριστική ευκολία τα αγοράκια στα χαστούκια μέχρι να ματώσουν.
Αρχινούσες λοιπόν την ανάγνωση. Όπου για να χωνέψεις καλά τους κανόνες του παιχνιδιού, έπρεπε πρώτα να παρακολουθήσεις το σταδιακό και συστηματικό ξεπάστρεμα μίας ολάκερης οικογένειας. Μάνα, αδέλφια πατέρας και οτιδήποτε εκινείτο σε απόσταση 40 χλμ από την οικία της Πολυάννας εξοντώθηκε. Και σα να μην έφταναν αυτά, η Πολυάννα μετακόμισε σε σπίτι θείας, μπροστά στην οποία η μις Χάβισαμ ήταν άγγελος εξ ουρανού. Μούτρα, κατήφεια, δυστυχία, παραίτηση. Την έτρωγες λοιπόν την παραμύθα.
Παιχνίδι της χαράς. Ψάξτε να βρείτε κάτι θετικό και πείτε το μεγαλοφώνως ξεκινώντας με τη φράση «είμαι πολύ ευχαριστημένη που…» Π.χ είμαι πολύ ευχαριστημένη που όταν χτύπησε το τσουνάμι βρήκα έναν κοκοφοίνικα να πιαστώ κι έχασα μόνο ένα πόδι. Είμαι πολύ ευχαριστημένη που ο τυφώνας κατέστρεψε το σπίτι μου κι άφησε την καλύβα του πτωχού γείτονα. Είμαι πολύ ευχαριστημένη που μπήκαμε στο ΔΝΤ και εξασκώ τις ξένες γλώσσες μου όταν κάνει δηλώσεις η Λαγκάρντ. Και φυσικά είμαι κατευχαριστημένη που καταστράφηκε το σύμπαν, αλλά υπάρχουν απολιθώματα σκουληκιών στον πλανήτη Κουκουρούκου δυόμισι δισεκατομμύρια έτη φωτός μακριά!
Το εφάρμοσα, φυσικά. Κι ακόμη το εφαρμόζω, γιατί στη βάση του είναι εξαιρετικά αισιόδοξο. Η έντονη διαφωνία μου με την Eleanor Porter είναι στη βίαιη φίμωση της έκφρασης των αληθινών συναισθημάτων. Ναι, καλή μου (μπλιαχ) είμαι ευγνώμων για όλα όσα έχω. Αλλά όχι κι ευχαριστημένη για όσα δεν έχω. Κι όταν δεν είμαι ευχαριστημένη οφείλω να το λέω. Διατηρώ το ανθρώπινο δικαίωμά μου να φωνάζω, να κλαίω, να θυμώνω, να σιχτιρίζω την ώρα και τη στιγμή. Αλλιώς θα μπουκώσω. Μην το φιλοσοφήσουμε τώρα και χαθεί το γελαδερό της υπόθεσης, να χαρείς, δεν το θέλω.
Η Πολυάννα και το επιεικώς σατανικό παιχνίδι της έχουν καταπιέσει γενιές και γενιές γυναικών, σας το λέω να το ξέρετε. Εγώ πάντως, μετά από ένα διάστημα που το πάλεψα και απέτυχα παταγωδώς, ξανάπιασα το βιολάκι μου με αποφασιστικότητα! Αφού διάβασα μαζοχιστικά όλη τη σειρά (“Η Πολυάννα μεγαλώνει”,”Η Πολυάννα μαμά” κι άλλα τέτοια εξαιρετικά πρωτότυπα), έβαλα το «Δυο χρόνια διακοπές» του αγαπητού Jules κάτω απ’τη μασχάλη και πήγα στο βάλτο να το διαβάσω με την ησυχία μου και να φάω μαρμελάδα με ζαμπόν… σαν τους Μυστικούς Εφτά.