Ένας από τους πιο έμπιστους της Πριγκίπισσας Νταϊάνας, ο Ντίκι Αρμπιτερ περιγράφει τις πρώτες στιγμές που μαθεύτηκε ο θάνατός της και πώς αντέδρασε η Βασίλισσα Ελισάβετ. Πώς επι της ουσίας αρνήθηκαν να την πενθήσουν μέχρι την τελευταία στιγμή.
“Ενα αυτοκίνητο με πλησίασε την ώρα που κατευθυνόμουν από έναν ιδιωτικό δρόμο προς το παλάτι του Κένσινγκτον.
Το παράθυρο κατέβηκε και είδα ότι ήταν η Νταϊάνα. Μου χαμογέλασε και με χαιρέτησε όπως έκανε πάντα. Ήταν χαρούμενη.
Μόλις είχε γυρίσει από διακοπές με τα δυο της παιδιά και θα πήγαινε στην Γαλλία μόνη της να συναντήσει τον φίλο της Ντόντι Αλ Φαγιέντ. Το ειδύλλιό τους ήταν στο αποκορύφωμά του.
Ήταν η τελευταία εικόνα που είχα από εκείνη. Δυο εβδομάδες μετά, έβλεπα στην τηλεόραση τα συντρίμμια του αυτοκινήτου μέσα σε ένα τούνελ στο Παρίσι.
Δεν είχαμε μάθει ακόμα πολλά. Ξέραμε μόνο ότι ήταν ζωντανή. Ο μπάτλερ της έκλαιγε συνεχώς στο Κένσινγκτον κι εγώ έψαχνα συνεχώς γνωστούς για να μάθω νέα από την κατάσταση της Νταϊάνας.
Λίγο μετά τις τις 3 τα ξημερώματα χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η γραμματέας του παλατιού. «Η Νταϊάνα είναι νεκρή», μας είπε. Έφυγα για το παλάτι.
Γνώριζα την Νταϊάνα 17 χρόνια. Είχαμε περάσει ατελείωτες ώρες κουβεντιάζοντας είτε στο Παλάτι, είτε σε αεροπλάνα και ξενοδοχεία. Τα χρόνια που ήμουν εκπρόσωπος Τύπου της με είχε βγάλει και εκτός εαυτού πολλές φορές. Όμως οι καλές στιγμές ήταν περισσότερες από τις κακές.
Πώς είναι δυνατόν να είναι νεκρή; Δεν μπορούσα να βλέπω άλλο τις εικόνες από το κατεστραμμένο αυτοκίνητο.
Έπρεπε να βάλω τα συναισθήματά μου στην άκρη και να κάνω την δουλειά μου. Στο Μπάκινγχαμ τα τηλέφωνα χτυπούσαν ασταμάτητα. Τηλεφώνησα στο Γουίνδσορ, στο Σάντρινγχαμ και στο Χόλιρουντ και τους ζήτησα οι σημαίες να κυματίζουν μεσίστιες. Όμως στο Μπάκινγχαμ δεν ήταν τόσο απλά τα πράγματα.
Με την Βασίλισσα στο Μπαλμόραλ δεν υπήρχε σημαία να κυματίζει στο Μπάκινγχαμ. Όπως υπαγορεύει η παράδοση η σημαία κυματίζει μόνο όταν η Βασίλισσα βρίσκεται στο κτίριο. Η σημαία επίσης δεν κυματίζει μεσίστια ακόμα και αν πεθάνει η Βασίλισσα κι αυτό για να δείχνει ότι η μοναρχία συνεχίζεται.
Έτσι δεν γνωρίζαμε τι να κάνουμε τις πρώτες πρωινές ώρες της 31 Αυγούστου του 1997. Από τις 5 το πρωί κόσμος συνέρρεε έξω από το Μπάκινγχαμ και άφηνε λουλούδια στη μνήμη της Νταϊάνας. Όσο τα λουλούδια αυξάνονταν, τόσο μεγάλωνε η αγωνία για παράδειγμα πώς θα γινόταν η αλλαγή φρουράς.
Ο επικεφαλής των φρουρών ήρθε να με συναντήσει και να μου ζητήσει να δώσω μια λύση. Ήταν προφανές ότι δεν είχε καταλάβει τι ακριβώς είχε συμβεί. Δεν θα μπορούσαμε σε καμία περίπτωση να απομακρύνουμε τα λουλούδια από τις πύλες του Παλατιού. Ωστόσο, εκείνος ήταν αμετάπειστος. Του είπα να διαλέξει μια άλλη είσοδο για να γίνει η αλλαγή φρουράς.
Το επόμενο πρωί ορίστηκε η ημερομηνία της κηδείας. Θα γινόταν στις 6 Σεπτεμβρίου. Αυτό μας έδινε το πολύ 5 ημέρες για να τα ετοιμάσουμε όλα όπως έπρεπε. Ήταν το σημαντικότερο γεγονός μετά τον γάμο της με τον Κάρολο.
Η διαδρομή που θα ακολουθούσε ήταν η ίδια με της Βασιλομήτωρος, η οποίος ήταν εν ζωή ακόμα τότε και στην ηλικία των 97 ετών. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι λίγες εβδομάδες πριν με την Νταϊάνα είχαμε κάνει ακριβώς την ίδια διαδρομή για να είμαστε έτοιμοι αν συνέβαινε το μοιραίο για την Βασιλομήτωρα.
Τα δύσκολα όμως δεν ήταν αυτά. Τα δύσκολα ήταν πώς θα αντιμετωπίζαμε την ίδια την Βασιλική οικογένεια. Η σημαία δεν κυμάτιζε τελικά μεσίστια και η Βασίλισσα δεν είχε διακόψει τις διακοπές της για να επιστρέψει στο Λονδίνο και να μιλήσει στον Βρετανικό λαό.
Η έννοια της βέβαια ήταν να προστατεύσει τους δυο μικρούς πρίγκιπες, Γουίλιαμ και Χάρι. Όμως είχε δεχθεί σφοδρή κριτική για το γεγονός ότι παρέμενε στην Σκοτία.
Έπιασα τον Πρίγκιπα Έντουαρντ από το χέρι και τον έσυρα μέσα στην εκκλησία όπου ήταν η σορός της Νταϊάνα
Κανείς από τους δικούς της ανθρώπους δεν εξηγούσε στην Ελισάβετ ότι έπρεπε να δείξει ότι πενθεί για την Νταϊάνα και ότι πολλοί ήταν εκείνοι που την κατηγορούσαν ήδη για μικροψυχία.
Είχαν περάσει τέσσερις μέρες και κανείς από την Βασιλική οικογένεια δεν είχε εμφανιστεί. Η σορός της ήταν στο Βασιλικό Παρεκκλήσι αλλά κανείς δεν είχε εμφανιστεί! Αποφάσισα να πάρω την κατάσταση στα χέρια μου. Τηλεφώνησα στον Πρίγκιπα Εντουαρντ. Του ζήτησα να εμφανιστεί στο παρεκκλήσι αλλά εκείνος προσπαθούσε να το αποφύγει.
Τελικά τον έπεισα. Κι ενώ τον περίμενα, μου τηλεφώνησε ξανά να μου πει ότι δεν θα έρθει και ότι θα εμφανιστεί το απόγευμα. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Μάζεψα όση υπομονή είχα και του εξήγησα. Τελικά, εμφανίστηκε πέντε λεπτά αργότερα.
Τον ρώτησα ποιo ακριβώς ήταν το πρόβλημα. Εκείνος μου απάντησε ότι δεν υπάρχει κανένα και ότι είχε αποφασίσει να πάει στο παρεκκλήσι το απόγευμα. Τελικά, τον έπιασα από το χέρι και στην κυριολεξία τον έσυρα μέσα στην εκκλησία.
Όσο για την Βασίλισσα; Αφού επέστρεψε στο Μπάκιγχαμ επισκέφθηκε το παρεκκλήσι, υπέγραψε το βιβλίο συλληπητηρίων και κατέβηκε μπροστά στα ανάκτορα να μιλήσει στον κόσμο. Η υποδοχή που της επιφύλαξαν ήταν παραπάνω από θερμή. Και έδειξε να το απολαμβάνει. Ήταν πολύ σίγουρη για τον εαυτό της. Ήξερε ότι παρότι η Νταϊάνα ήταν πιο αγαπητή, εκείνη ήταν η Βασίλισσά τους…”