“Όταν στον χώρο της μόδας μιλάμε για την «αυτοκρατορική μέση», εννοούμε τα φορέματα που διαθέτουν μια ζώνη η οποία αγκαλιάζει το σώμα ακριβώς κάτω απ’ το μπούστο. Αυτή η γραμμή λανσαρίστηκε από τη σύζυγο του Ναπολέοντα Βοναπάρτη Ζοζεφίνα, η οποία στις αρχές του 19ου αιώνα, κατά τη διάρκεια της παντοδυναμίας του συζύγου της, εκδήλωσε μία ιδιαίτερη αδυναμία στην «κλασική» αισθητική της ελληνικής τέχνης, επαναφέροντας στη μόδα τα ενδύματα σε στιλ χιτώνα, τα οποία ακολουθούσαν τις γραμμές των χλαμύδων όπως αυτές παρουσιάζονταν στα αγαλματίδια της αρχαιότητας.
Έτσι, πολλές νεαρές γυναίκες εκείνης της εποχής συνήθιζαν να βρέχουν τους χιτώνες τους απ’ τη μέση και κάτω, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα να διαγράφεται η σιλουέτα τους πιο έντονα κάτω απ’ τα μουλιασμένα ενδύματα, ακριβώς όπως και στα αρχαία αγαλματίδια. Εικάζεται πως ο σύγχρονος «διαγωνισμός μουσκεμένης μπλούζας» έχει τις ρίζες του σε αυτή την παράδοση.”
Από το βιβλίο της Meg Cabot “Η βασίλισσα της σαπουνόφουσκας” όπως και αυτό το απόσπασμα:
Αλλά… δεν ξέρω καν τ’ όνομά σου. Με λένε Λίζι Νίκολς».
«Κι εμένα Ζαν-Λυκ ντε Βιγιέ» λέει και μου δίνει το χέρι του. «Και νομίζω πως σ’ αυτό το σημείο θα ‘πρεπε να μάθεις ότι είμαι σύμβουλος επενδύσεων. Αλλά δεν έχω ούτε βίλα ούτε BMW. Σ’ το ορκίζομαι».
Του δίνω το χέρι μου μηχανικά και απλά στέκομαι εκεί για μια στιγμή να τον κοιτάζω σαστισμένα.
«Οχ» λέω «συγγνώμη. Δεν ήθελα να… Είμαι σίγουρη ότι δεν είναι όλοι κακοί…».
«Δεν τρέχει τίποτα» λέει ο Ζαν-Λυκ σφίγγοντας το χέρι μου. «Οι περισσότεροι από μας είναι. Απλά δεν είμαι ένας απ’ αυτούς. Έλα, πάμε να φάμε».
Το χέρι του είναι ζεστό και μια ιδέα σκληρό. Τον κοιτάζω κι αναρωτιέμαι αν το φως που τον περιβάλλει είναι ο ήλιος που μπαίνει στο βαγόνι ή αν υπάρχει κάποια πιθανότητα να είναι άγγελος που έχει έρθει να με σώσει.
Λοιπόν. Τίποτα δεν είναι σίγουρο. Ακόμη κι ένας σύμβουλος επενδύσεων μπορεί να είναι άγγελος. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει.