Τσιγάρα από τα duty free, τούρκικος καφές και τσάι μήλο στο πάσο της κουζίνας, στην πόρτα η βαλίτσα ανοιχτη και γεμάτη. Λάπτοπ, ψηφιακή, χάρτες, κάρτες και ένα φυλαχτό απ’ τον Αη-Γιώργη τον Κουδουνά στο τραπεζάκι του σαλονιού.
Μυρίζω γύρω μου απεγνωσμένα. Καμιά μυρωδιά Πόλης μόνο μυρωδιές της πόλης. Ούτε πιπέρια ούτε καπνός αργιλέ ούτε κεμπάπ μόνο σκουπίδια μαζεμένα και ξεχυμένα από τον κάδο της γειτονιάς ανάμεικτα με αποσμητικό χώρου.
Έτσι είναι η επιστροφή, δεν ειναι πικρή απλά ισχύει. Σαν ένα παραμύθι που τελειώνει και θέλεις να ξαναδιαβάσεις ώσπου να το χορτάσεις, να το μάθεις.
Βάζω την κάρτα μνήμης της ψηφιακής και βλέπω τις φωτογραφίες, δεν μου λένε ιδιαίτερα κάτι. Όλες οι εικόνες είναι στην καρδιά και στο μυαλό αποτυπωμένες. Ανεξίτηλα.
Πλήθη στην πλατεία Ταξίμ να διαδηλώνουν για ανθρώπους που άδικα χάθηκαν, τα μάτια του Iησού στο μισοδιαλυμένο ψηφιδωτό της Αγιάς Σοφιάς, πεύκα, γαλήνη, άμαξες και πλακόστρωτα στην Πρίγκηπο, τσάι μήλο με μια ζάχαρη στο γυάλινο ποτηράκι, στιφός χυμός ρόδι στα ανάκτορα του Τοπ Καπί, μπαχάρια, ελιές, πασμίνες και μαντήλια στην κλειστή αγορά, αγριοφωνάρες, επιβλητική και φωταγωγημένη η γέφυρα του Βοσπόρου, σπρώξιμο στα τραμ, ποδαρόδρομος με φουσκάλες στα πόδια και μυρωδιά σαπουνιού στο χαμάμ.
Μια Πόλη με αρώματα, χρώματα, παλμό και πολλές διαφορετικές όψεις, ένα μείγμα συναισθημάτων και εμπειριών, μιά άλλη ζωή που νιώθω τόσο κοντά και τόσο οικεία σαν να ήταν η προηγούμενη μου.
Το πιο συγκλονιστικό για μένα δεν είναι τόσο οι εικόνες που βλέπεις όσο αυτές που σου δημιουργούνται. Ακουμπισμένη στο στηθαίο του δεύτερου ορόφου της Αγιάς Σοφιάς φαντάστηκα πως θα μπορούσε να έμοιαζε όταν την 29/05/1453 κατά τη διάρκεια της τελευταίας χριστιανικής λειτουργίας λεηλατήθηκε. Σφαγιάστηκαν άντρες, γυναίκες και παιδιά που προσεύχονταν και παρακαλούσαν. Σύμφωνα με την παράδοση ο ιερέας εξαφανίστηκε πίσω από το Άγιο βήμα και θα εμφανιστεί ξανά όταν η Κωνσταντινούπολη επανέλθει σε χριστιανικά χέρια. Απεικόνισα στο μυαλό μου τις τελευταίες ώρες εκείνων των ανθρώπων που εναπόθεσαν στο Θεό τις ελπίδες τους και πέθαναν με οικτρό θάνατο χωρίς να χάνουν λεπτό την πίστη τους γιατί «ήταν θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει». Δύο τόσα δα μικρά χεράκια ιδρωμένα και τρεμάμενα τυλίγονται με απόγνωση γύρω απο τον λαιμό της μάνας. Μία ύστατη προσπάθεια μπροστά στον αναπόφευκτο χαμό.
Η Πόλη λεηλατημένη και εξευτελισμένη μετά την άλωση χωρίς ίχνος της αίγλης της κατά τα Βυζαντινά χρόνια, ήταν μια εικόνα που έδιωξα από το μυαλό μου όταν έβγαινα από την κύρια πύλη της Αγιάς Σοφιάς. Ένα περιστέρι πέταξε και κάθισε πάνω από το ψηφιδωτό του Ιησού, σε άλλη περίπτωση δεν θα το πρέσεχα όμως εκείνη τη στιγμή σε εκείνον εκεί το βασανισμένο και αλλοτριωμένο άγιο χώρο όλα μου φαίνονταν σημάδια. Είπα με τα μάτια και ενα πικρό χαμόγελο αντίο στην Αγια Σοφιά μην θέλοντας να της γυρίσω καν την πλάτη.
Αυτή είναι η Πόλη από τα μάτια μου και την καρδιά μου. Αν κάποιος με ρωτήσει πως πέρασα του απαντώ απλά «όμορφα». Γιατί δεν μπορώ να την περιγράψω με λέξεις, ούτε με τις πιο παραστατικές περιγραφές, ούτε καν με φωτογραφίες. Παρά μόνο με την ψυχή. Το καλό είναι πως μόνο εγώ ξέρω, το καλύτερο είναι πως ήδη με φωνάζει πίσω. Θα την ονειρευτώ απόψε, όπως ήταν παλιά, με ένα φυλαχτό κουδουνάκι στο μαξιλάρι μου και μια ζεστασιά στην καρδιά μου που θα με πλημμυρίζει για ατέλειωτες νύχτες από δω και πέρα.