Εμένα που με βλέπεις, να ξέρεις ότι μιλάω στα ζώα. Ή, μάλλον, καλύτερα μου μιλάνε αυτά και εγώ απλά ακούω χωρίς να διακόπτω.
Να μίλησα μια φορά με μια γατούλα που ήταν βαμμένη μαύρη σα την ψυχή του Σατανά αλλά είχε καρδιά αγγέλου. Ήτανε η γατούλα μου, βλέπετε. Θυμάμαι πως την χάιδευα εκεί στο τέλος και με κοιτούσε με πονεμένα, γουρλωμένα, καταπράσινα ματάκια σαν δυο κομμάτια σμαράγδι και με έβλεπε να κλαίω και να της ζητάω να μην φύγει, να κάτσει για λίγο ακόμα μαζί μου, να μου κάνει λίγη ακόμη συντροφιά και μου ανοιγόκλεισε αργά τα μάτια και μου είπε:
— Μην κλαις. Στο τέλος όλα θα πάνε καλά. Σ’ αγαπώ – και να προσέχεις.
— Μην φύγεις, σε παρακαλώ.
— Τίποτα δεν χάθηκε αγάπη μου, ποτέ, από κανέναν.
Με άγγιξε με μια ζεστή, χνουδωτή πατούσα στο πρόσωπο για τελευταία φορά:
— Στο τέλος όλα γίνονται νερό.
Κάτι μήνες μετά συνάντησα έναν λύκο. Ήμουν μόνος στο δρόμο και περπατούσα νύχτα με ένα κασκόλ κόντρα στο κρύο και έναν μπουφάν για την βροχή και κοντοστεκόταν κάτω από μια κολόνα. Με ζύγιζε με τα κόκκινα του μάτια και με μύριζε από μακριά. Το τρίχωμα του ήταν κάποτε ένα περήφανο μαύρο και τώρα είχε γεμίσει αρχοντικό γκρι. Στην αρχή για λίγο τρόμαξα. Το πρόσωπο του ήταν καράσημαδεμένο και έλειπε ένα κομμάτι απ’ τ’ αυτί του. Τα δόντια του ήταν μακριά και κίτρινα – καλοδουλεμένα, και τα κοιτούσα και τον κοιτούσα.
Θυμήθηκα τα λόγια του Θείου μου:
Όταν κοιτάς για πολύ ώρα στα μάτια ένα τέρας, μου είχε πει, τότε καταλαβαίνεις ότι από το τέρας δεν έχεις τίποτα να φοβάσαι: ότι το τέρας είσαι εσύ, το τέρας το έχεις μέσα σου, και αφού το καταλάβεις αυτό θα δεις και την ομορφιά του. Την ομορφιά σου.
Και να που μπροστά στα μάτια μου το πρόσωπο του λύκου άλλαξε. Στα κόκκινα του μάτια έβλεπα μια περηφάνια, μια συγκροτημένη δύναμη, στις βαθιές πληγές είχα σεβασμό και βλέποντας τες με γέμισαν με βαθιά συγκίνηση και θυμάμαι πως δάκρυσα.
— Σταμάτα, πρόσταξε και κοκάλωσα. Ήρθε σιγά, σιγά κοντά μου, και είδα στο φως τρομερά, παλιά βέλη να ξεπροβίζουν από την πλάτη του. Αίμα και βρωμιά είχε γεμίσει την γούνα του και είχε πλέον στεγνώσει. Κάποια είχαν σπάσει, κάποια είχαν ακόμη ουρά. Κινούταν πιο αργά, πιο προσεκτικά, σαν να ήξερε ποίες κινήσεις να απόφύγει για να μην πονάει.
Δίπλα του ένιωθα μικρός. Μικρό λυκάκι, με ένα μόνο βέλος στο πόδι και να κλαίει και να γλύφει τις πληγές του. Και ήρθε δίπλα μου και με κοίταξε στα μάτια και με έπιασε δυνατά, αλλά τρυφερά, από τον σβέρκο, και με σήκωσε και μου είπε:
— Και τώρα απλά προχώρα.
Και άρχισα να προχωράω, σιγά-σιγά, κάθε λίγο και λιγάκι να καταλαβαίνω ότι είχα πια μια βαθιά πληγή, μα παλιά πληγή: μονάκριβη, δική μου. Δική μου. Κουτσαίνοντας άκουσα ένα Ανοιξιάτικο πρωινό χωρίς σύννεφα να μου χτυπά απαλά το παράθυρο ένα παπάκι. Το χαμόγελο του ήτανε φωτεινό και τα μάτια του άστραφταν. Είχα τόσο καιρό να τον δω και τον αγκάλιασα σαν αδερφό, τα φτερά του ήταν ζεστά από τον ήλιο, και μύριζε άμμο και αλμύρα. Γελούσε.
— Και μένα μου έλειψες, μου είπε. Δεν σου το πα πως θα ξανάρθω; Να – γεύσου καλοκαίρι.
Και μου πασπάλισε τα χείλη με θαλασσόνερο και ένιωθα το αλάτι να μου ξεραίνει τα χείλη.
— Ξεχνάς πως όλα είναι κύκλος. Ξεχνάς πως το καλοκαίρι είναι μέσα σου – και ξενάς ότι και να μην είναι: δεν πειράζει – το καλοκαίρι θα ‘ρθει. Μου έπιασε το πρόσωπο και είπε, και το καλοκαίρι όλα γίνονται λίγο πιο ωραία. Σωστά;
Και τώρα, σε μια κατάμαυρη σπηλιά, κοιτάζω κατάματα με αλάτι στα χείλη, θάρρος στην ψυχή, και αγάπη στη καρδία, δυο χρυσά μάτια να λάμπουν στο απόλυτο σκοτάδι.
— Και τι ήρθες εσύ, μικρό και ανόητο αγόρι, να κάνεις εδώ στην σπηλιά μου; γρυλιάζει το τέρας.
Δεν ακούγεται ποδοπάτημα άλλα ξέρω ότι η τίγρης είναι κοντά. Η ανάσα της είναι ζεστή και τα χνώτα της μυρίζουν αίμα και θάνατο. Ξέρω ότι η τίγρης τρώει μονάχα τους δειλούς, αυτούς που δεν πιστεύουν στον εαυτό τους, αυτούς που έστω και για ένα δευτερόλεπτο αμφισβητούν τον εαυτό τους. Θρέφεται με αυτό και με αυτούς, και δεν χορταίνει ποτέ της.
— Φέρνω μαζί μου ένα δώρο, και ένα μήνυμα, είπα δυνατά.
Εμφανίζεται μπροστά στα μάτια μου από το πουθενά, ο κεραυνός έξω από την σπηλιά στιγμιαία φωτίζει το έρεβος και βλέπω τον όγκο της, το κεφάλι ολόκληρο, μπροστά μου, τα μάτια ακούνητα.
— Ένα δώρο; Και ένα μήνυμα; ρωτάει με περιέργεια, εκατοστά από το πρόσωπο μου.
Ακουμπάω στο σκοτάδι μια γυάλινη φιάλη, το υγρό μέσα παγωμένο, η ουσία όμως να καίει, να καίει από μέσα και δυνατά. Υγρή φωθιά.
— Να το το δώρο μου.
— Και ποιο είναι το μήνυμα σου;
Δεν νιώθω να φοβάμαι. Ότι είναι να γίνει, θα γίνει. Όλα είναι τώρα: τώρα, σε μια στιγμή. Δεν ξέρω το απότέλεσμα, δεν ξέρω τι θα γίνει, αλλά ξέρω τι πιστεύω. Νιώθω σίγουρος. Παίρνω ανάσα:
Ο χειρότερος εχθρός μας, είναι ο άγνωστος εαυτός μας.
Που μόνοι μας τον βρίσκουμε, και μονάχοι τον νικούμε.
Σιωπή. Δεν ακούγεται ούτε η ανάσα της.
Ακούγεται μονάχα η καρδιά μου που χτυπάει δυνατά.
Μια.
Δυο.
Τρεις.
…