Καλά ο Μανώλης. Αυτός τρέχει όλους τους μαραθώνιους του κόσμου, είναι μπον βιβέρ του είδους. Άντε και ο Νίκος που εδώ και χρόνια ασχολείται με τρέξιμο στο βουνό. Το βλέπει σαν προπόνηση. Του Γιώργου πες είναι κρίση μέσης ηλικίας. 46 χρονών και είναι σε εκπληκτική φόρμα, γιατί να μην τρέξει μια φορά κι έναν μαραθώνιο; Αλλά η λίστα φίλων και γνωστών που τρέχουν φέτος είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή. Γιατί τρέχουν; Ακόμα και ο ανιψιός μου, φαντάζομαι παρέα με τον πατέρα του που έχει να τρέξει σε τέτοια εκδήλωση από τότε που κάναμε δυο γύρες στο δάσος εδώ στον Διόνυσο σε λαϊκό δρόμο.
Κάπου εκεί είναι ίσως η επεξήγηση για την κοσμοσυρροή στον φετινό μαραθώνιο της Αθήνας. Χρειάζεται να σας πω την ιστορία της γειτονιάς μου. Πριν γίνουμε «Β.Π.» (με την κακή την έννοια) ήταν κάτι σπίτια ρομαντικών περίεργων στο δάσος. Ένα εδώ, ένα δυο χιλιόμετρα παρακάτω από τον χωματόδρομο. Ήρθαν κυρίως ελεύθεροι επαγγελματίες που ήξεραν τι ήθελαν: ησυχία και να είναι κοντά στην φύση. Έφτιαξαν κάτι σπιτάκια χωμένα μέσα στα δέντρα, σχεδόν δεν τα έβλεπες. Άλλος σε Πηλιορείτικο στυλ, άλλος σε Ηπειρώτικο, ο καθένας την φαντασίωσή του αλλά πάντα σε χαμηλούς τόνους.
Και τότε ήρθε το ΠΑΣΟΚ.
Δεν το εννοώ με την πολιτική έννοια. Εννοώ με την γεωγραφική. Το σπίτι του Αντρέα Παπανδρέου στο Καστρί ήταν απέναντι από το δημόσιο Γυμνάσιο που πήγαινα (γιατί ο Διόνυσος δεν είχε ακόμα). Την πρώτη μέρα μετά την εκλογή του, πολλά παιδιά πανηγύριζαν στα κάγκελα του σχολείου όταν πέρασε η Mercedes με τον Αντρέα. Την δεύτερη μέρα ήταν λιγότερα. Μετά από κάνα δίμηνο άρχισαν οι μούντζες και στο εξάμηνο θυμάμαι τις πρώτες κατασκηνώσεις διαδηλωτών. Τα παιδιά δεν έβγαιναν στα κάγκελα αλλά οι γονείς έπαιρναν θέσεις στο δημόσιο.
Αλλά τα λεβεντόπαιδα του Αντρέα, οι άνθρωποι που βολεύτηκαν, τον ακολούθησαν. Στα νότια ήταν οι εφοπλιστάδες, οι «δεξιοί», οι παλιότερα βολεμένοι του δικομματισμού. Σε αντιδιαστολή οι «αριστεροί» ήρθαν στη γειτονιά μου. Εκάλη ήταν όλα πιασμένα. Πολιτεία – Κεφαλάρι ακριβά. Αρχές της δεκαετίας του ’80 ξαφνικά η γειτονιά γέμισε οικοδομές και BMW. Χάθηκαν οι μισές αλάνες μας και γεμίσαμε… τούρτες. Άσπρα, προεδρικά κτίρια που τα λέγαμε κοροϊδευτικά «Ζάππεια» εμείς. Δεν μας άφηναν καν να εξερευνούμε τις οικοδομές όπως κάναμε παλιά στη γειτονιά σαν τρόπο υποδοχής των καινούργιων. («Α, εδώ θα βάλεις το σαλόνι; Έτσι όπως το είδα εγώ νόμιζα θα το είχες από μπροστά…»).
Είχαμε ανεπίσημα έθιμα. Μετά την Πρωτοχρονιά βρισκόμασταν όλοι στο σπίτι του Κου Χρήστου και της Άννας. Πάει κι αυτό. Χάλασε η γειτονιά. Κάθε σπίτι και κάστρο. Συναγερμοί σε σπίτια ανθρώπων που τελικά δεν ήρθαν ποτέ. Ή ήρθαν για λίγο και επέστρεψαν στην Βούλα γιατί τους φαινόταν πολύ ερημιά εδώ. Ένας σοφός κοινοτάρχης είχε πει ότι «στον Διόνυσο δεν φτιάχνουμε γκαράζ γιατί έχουμε parking το οικόπεδο του διπλανού μας». Ξεριζώνουν κάθε δέντρο και γεμίζουν μπετόν και μάρμαρο όλο το οικόπεδο γιατί κήπο έχουν το παραδιπλανό οικόπεδο με τα πεύκα που δεν έχει χτιστεί ακόμα.
Ε, γι’αυτό τρέχουμε στο μαραθώνιο σήμερα! Γιατί η ζωή σε κάστρα δεν είναι ζωή. Γιατί ακόμα και με οικονομική κρίση, πόδια έχουμε. Τρέχουμε για να μετρηθούμε, σαν τα σμήνη των πουλιών (περισσότερα για τα ανεξήγητα σμήνη και τις πορείες εδώ). Είναι τζάμπα και θα είναι όλοι εκεί. Κοινωνικότητα λέγεται. Θα ζήσουμε όλοι μαζί κάτι, θα έχουμε να το λέμε.
Η φτώχεια θέλει καλοπέραση. Δεν θα περάσει αυτή η κρίση σύντομα. Μαραθώνιος σας λέω, μαραθώνιος…