Απόσπασμα από το βιβλίο του Αναστάση Μαρασλή “Η σιωπή των ανδρών” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ανατολικός.
Ενας μεγάλος αριθμός νέων γυναικών και μάλιστα ανεξάρτητων, με πτυχίο, επαγγελματική καρριέρα, το δικό τους διαμέρισμα, το αυτοκίνητό τους και μια σχετικά καλή οικονομική κατάσταση, ηλικίας μεταξύ είκοσι έξη και τριάντα πέντε ετών, θέλουν άντρα, να ερωτευτούν και ….δεν βρίσκουν, δυσκολεύονται!
Ακούω πολύ συχνά σαν παράπονο ‘Θέλω να ερωτευτώ’, ‘…τόχω τόσο ανάγκη, αλλά δεν υπάρχουν άντρες!’
Οσο παράδοξο κι αν ακούγεται αυτό στις μέρες μας, αποτελεί ενα κοινωνικό φαινόμενο.
Ας δούμε λοιπόν, με ενα παράδειγμα, τι συμβαίνει και η -ας την πούμε εδω- ‘Μαιρούλα’ στα είκοσι επτά της, με μια καλή θέση εργασίας σε πολυεθνική εταιρία, εναν καλό μισθό, καινούργιο αυτοκίνητο, διαμέρισμα δικό της (της το χάρισαν οι γονείς της, για να μην ταλαιπωρείται το κορίτσι στα ενοίκια) όμορφη και με γυμνασμένο σώμα (όλες σχεδόν πια κάνουν γυμναστική, σπα, πάνε κομωτήριο, σε νυχάδικα και σε ινστιτούτα αισθητικής, ανεβάζοντας έτσι τον μέσο όρο εμφάνισης ψηλά).
Ομως, η Μαιρούλα, σχολάει καθημερινά απο την δουλειά, γύρω στις εξήμιση με επτά, κάνει μισή ώρα με σαράντα λεπτά να οδηγήσει απο την δουλειά στο σπίτι και με το που φτάνει αρχίζει να αισθάνεται την κούραση της ημέρας.
Πετάει την τσάντα της στον καναπέ και σωριάζεται και εκείνη δίπλα, αφου πριν έχει πάρει στα χέρια της το τηλεκοντρόλ, σε λίγο χτυπάει το κινητό της και είναι η φίλη της η Καιτούλα – η οποία είναι ‘μόνη σαν το λεμόνι’ τα τελευταία δυο χρόνια και βολεύεται, στο θέμα σεξ, με τις ξεπέτες που κάνει κατα διαστήματα, με εναν πρώην γκόμενο και εναν νεαρό (τρία χρόνια μικρότερό της), απο την δουλειά.
Δικαιολογεί την επιλογή της επαναλαμβάνοντας την πεποίθησή της και βέβαια την πραγματικότητά της ‘αφού δεν υπάρχουν άντρες τι να κάνω?’
Η Καιτούλα προτείνει στην κουρασμένη Μαιρούλα να πάνε για ενα ποτό στο μοδάτο μπαρ της Καρνεάδου, στο Κολωνάκι, να ξεσκάσουν.
Η ώρα συνάντησης κανονίζεται για τις δώδεκα (θεωρούν ξενέρωτο να βγείς νωρίτερα μια και στο μπάρ θάναι μόνο οι σερβιτόρες ) κάνει άλλη εντύπωση να φτάνεις αργά και άλλωστε δεν τις παίρνει ούτως η άλλως η ώρα να ετοιμαστούν νωρίτερα, εχει πάει ηδη οχτώ και μισή το βράδυ.
Μέχρι να παραγγείλει (δεν μαγειρεύει) να φάει κάτι η Μαιρούλα μας, να κάνει ενα μπάνιο, να ξυρίσει τα πόδια της, τις μασχάλες της, να στεγνώσει και να φτιάξει τα μαλλιά της, να βαφτεί και να διαλέξει τι να φορέσει θάχει πάει ήδη ένδεκα.
Αν όλα πάνε καλά – και δεν το μετανιώσει ενδιάμεσα, πολύ πιθανό αν έχει ανοίξει και κάνα κρασάκι – θα περάσει να πάρει την Καιτούλα με το αυτοκίνητό της.
Θα περάσουν εύκολα το φέις κοντρόλ και θα κατευθυνθούν με αέρα και στυλ Αντζελίνας Τζολί η Μπρίτνει Σπήαρς στο μπάρ, οπου και θα ‘παραμερίσουν’ οι άνδρες, για να πλαισιωθούν οι καλίγραμμες ‘ντίβες’ .
Απο εκεί κι ύστερα το παράλογο αρχίζει, ενώ βρίσκονται εκεί και οι δυο, για να διασκεδάσουν και να γνωρίσουν ισως και κάποιον ενδιαφέροντα άνδρα, φέρονται σαν να είναι ζευγάρι!
Δεν δίνουν καμμία ένδειξη ενδιαφέροντος στον χώρο η στους υπόλοιπους θαμώνες, ακόμα ούτε καν στους διπλανούς τους.
Η συμπεριφορά αυτή τις απομονώνει και τις θέτει εκτός επικοινωνίας με αρκετούς απο τους πιθανούς ενδιαφερόμενους.
Η μια αφοσιωμένη στην άλλη, δεν εκπέμπουν κανένα ορατό σημάδι – ειδικά στο ανεκπαίδευτο αντρικό μάτι-για να μοιραστούν την διάθεσή τους για διασκέδαση -άλλωστε διασκέδαση χωρίς να επικοινωνείς σε εναν χώρο διασκέδασης τι λογική έχει? –
Αν κάποιοι τολμήσουν να τις κεράσουν, απο μακριά, φυσικά θα μπούν στην κατηγορία των κερασάκηδων και καίνε το ‘φύλο’τους πριν το τραβήξουν κάν, αφου αυτό απο μόνο του δείχνει πόσο χαμηλό δείκτη αξίας έχουν οι ίδιοι (βλέπε το ‘λύκος η πρόβατο’).
Κάποιος ‘κερασάκιας’ ίσως τολμήσει να την πλησιάσει και επειδή η ώρα ειναι περασμένη – έχει πάει ήδη δύο- και έχουν πιεί και πέντε ποτά η κάθε μια (μαζί με τα κερασμένα) είναι και λίγο ζαλισμένη, είναι πιθανό να του απαντήσει, απο υποχρέωση, η να τον ‘στείλει’ με συνοπτικές διαδικασίες, μόλις αυτός της συστηθεί, (γιατί άλλωστε να κουραστεί να θυμάται άλλο ενα όνομα απο τα τέσσερεις χιλιάδες που έχει ακούσει τα τελευταία πέντε χρόνια?).
Στην καλύτερη περίπτωση, ίσως να του δώσει άλλη μια ευκαιρία, για να της πεί κάτι πρωτότυπο (άλλωστε ο τύπος έχει καλούς τρικέφαλους και κοιλιακούς), για να ξεκινήσουν μια συζήτηση.
Δυστυχώς ομως, ο γυμνασμένος και όμορφος νέος άνδρας δεν γνωρίζει πως να παίζει ακόμα το ερωτικό παιχνίδι και δεν έχει ιδέα για την τέχνη της ερωτικής έλξης.
Ετσι ακολουθεί τα κλισέ και τις χιλιοακουσμένες ατάκες, ‘ κορίτσια τι πίνετε?’ ‘ πως πάει’? ‘τι ωραία μάτια που έχεις’! ‘μήπως έισαι μοντέλο?’ τετριμένα πράγματα που φανερώνουν οτι ενδιαφέρεται γι αυτήν ερωτικά χωρίς να έχει κανένα άλλο κριτήριο που την ‘επέλεξε’ πέρα απο την εμφάνισή της.
Ετσι οι κυρίες κοιτάζονται στα μάτια και συνεννοούνται οτι δεν είναι, ούτε κι απόψε, η τυχερή τους βραδυά.
Comments are closed.