Κάθισε στο παράθυρο και κοίταζε το απέραντο γαλάζιο. Μέχρι όπου έφτανε το μάτι, έβλεπε θάλασσα. Αυτό το μπλε που όταν το κοιτάζεις, φωτίζεται η καρδιά σου και νιώθεις γεμάτος. Απέραντη η θάλασσα, απέραντο το σύμπαν κι αυτή μια μικρή κουκίδα, μια ασήμαντη λεπτομέρεια, να νιώθει το απέραντο της ψυχής μέσα της. Κάπως έτσι θα ξεκινούν οι επαναστάσεις ή οι μεγάλες κατακτήσεις, σκέφτηκε. Όταν κανείς αισθάνεται απέραντος ακόμη κι όταν όλα γύρω του “φωνάζουν δυνατά” την ασημαντότητα του. Αυτό το συναίσθημα θα πρέπει να σε διακατέχει για να υπερβείς όλα τα στενά όρια των ανθρωπίνων νόμων, μα και τα απέραντα όρια, αυτά της φύσης. Τελικά μόνο η ψυχή σου μπορεί να σε σώσει, σκέφτηκε και χαμογέλασε στο κενό.
Το δωμάτιο μύριζε ακόμη την ηδονή της χθεσινής νύχτας. Πάνω στο κρεβάτι, ανάκατα λευκά σεντόνια και δίπλα ένα κομοδίνο με ένα σβησμένο κερί πάνω του. Κοίταξε το αριστερό της χέρι, μια τρεμάμενη μαύρη γραμμή σε σχήμα δαχτυλιδιού στο δάχτυλο, αυτό της δέσμευσης. Της το ζωγράφισε καθώς την είχε αγκαλιά. Έπειτα ζωγράφισε ένα στο δικό του. «Θέλω αυτό» είπε και ένωσε τα δυο τους χέρια κι αυτή χαμογέλασε. «Θέλω αυτό», σκέφτηκε. Μια προστακτική τα θέλω μας όλα.
«Θέλω αυτό», κι εμείς, σαν τα μικρά παιδιά, πρέπει να έχουμε αυτό το θέλω κι όλοι και όλα να υποτάσσονται στη θέλησή μας, στην κάθε εγωιστική μας απαίτηση, στην αδιαπραγμάτευτη, ανούσια ανάγκη μας. Κι όταν πάρουμε αυτό που θέλουμε, μετά θέλουμε κάτι άλλο. Κι όταν πάρουμε και αυτό το άλλο, κάτι διαφορετικό πάλι θα βρούμε να θελήσουμε. Κι όταν δεν ικανοποιείται το θέλω μας, πέφτουμε να πεθάνουμε. Αστείο της φάνηκε. Τα θέλω μας… μια διαδικασία για να κρατάμε σε εγρήγορση τον εαυτό μας, για να τον κάνουμε να χαίρετε ή να λυπάται. Να είμαστε ευτυχισμένοι ή δυστυχισμένοι εξαιτίας ενός εκπληρωμένου ή ανεκπλήρωτου θέλω. Θέλω να μη θέλω, σκέφτηκε. Ίσως έτσι να έδινε τέλος σε αυτή την αστειότητα και να γινόταν πραγματικά ευτυχισμένη.
Κοίταξε το ρολόι της. Μια ώρα ακόμη και μετά θα έπρεπε να φύγει. Οι δρόμοι τους πάλι χώρια.
Πήγε στο μπάνιο κι έπιασε με αποφασιστικότητα το σαπούνι. Έτριψε με μανία το δάχτυλο, μα η τρεμάμενη γραμμή δεν έλεγε να φύγει. Μετά από λίγο σταμάτησε να αντιστέκεται κι έμεινε να κοιτά το νερό να τρέχει πάνω στην ανεξίτηλη, τρεμάμενη μαύρη γραμμή. Ας είναι, αναφώνησε. Τι σημασία είχε τι ήθελε αυτή και τι ήθελε αυτός; Ποτέ δε συναντιόντουσαν τα θέλω τους άλλωστε κι αυτό το γνώριζαν κι οι δυο τους από την αρχή. Ύστερα, κάπου το χάσανε, κι αυτοί, σαν τα μικρά παιδιά, όταν τα εγωιστικά θέλω του ενός, καταπάτησαν τα εγωιστικά θέλω του άλλου. Δε μπορεί όμως…, σκέφτηκε, ένα απλό εγωιστικό θέλω να ενώνει δύο ανθρώπους, να τους χωρίζει ναι, μπορεί, μα όχι να τους ενώνει.
Όταν τον είχε γνωρίσει, το μόνο που ήθελε ήταν να τον φιλήσει, ποτέ της δε θυμάται να θέλησε να τον ερωτευτεί. Αυτό απλά της συνέβη και βρέθηκε να αιωρείται και να παραπαίει, να πονά και να χαίρεται, χωρίς να θέλει. Ίσως η καρδιά να μην ξέρει από θέλω. Αυτή πέρα από κάθε λογική, θέλω και πρέπει, απλά να αισθάνεται. Ίσως για όσο αφέθηκε στο παιχνίδι της, κατά ένα παράξενο τρόπο όλα να έβρισκαν ένα τρόπο να συνυπάρχουν και να είναι στη θέση τους, όσο αταίριαστα και συγκρουόμενα κι αν ήταν. Μα μετά, ποτέ δε κατάλαβε τι ακριβώς αλλάζει κι όλα αλλάζουν. Ίσως ο Έρωτας να έμενε ένα αναπάντητο ερώτημα, όπως ο Θεός κι ο Θάνατος.
Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη και έβαψε με λεπτότητα τα χείλη της με το κόκκινο κραγιόν της. Φόρεσε στραβά το στρογγυλό ψάθινο καπέλο και τα μαύρα γυαλιά ηλίου. Έπειτα, έσκισε ένα κομμάτι χαρτί από το σημειωματάριο της κι έγραψε «Θέλω να μη θέλω» και το άφησε πάνω στο μαξιλάρι του. Ήξερε πολύ καλά ότι με αυτό το σημείωμα μόνο μια εσφαλμένη ερμηνεία θα προκαλούσε. Τι σημασία όμως είχε και πάλι, όσο η λογική μας κυβερνά μια παρανόηση θα είναι όλα. Κοίταξε για τελευταία φορά από το παράθυρο το απέραντο γαλάζιο. Πήρε ανάσα βαθιά, να το χωρέσει όλο αυτό το απέραντο μέσα της, άνοιξε την πόρτα κι έφυγε.
Το καλοκαίρι ξεδιπλωνόταν μπροστά της. Προχώρησε στο δρόμο ευθεία χωρίς να κοιτάξει πίσω της. Μα στα είκοσι βήματα που έκανε, ένας αέρας δυνατός φύσηξε και της πήρε το καπέλο και το σήκωσε ψηλά. Το γύρισε πέντε στροφές στον αέρα κι έπειτα το πέταξε άτσαλα στο δρόμο, όπου κατρακυλώντας σα ρόδα, έφτασε και σταμάτησε μπροστά στην πόρτα που μόλις είχε κλείσει.
Γύρισε και το κοίταξε ακίνητη. Άρχισε να γελά δυνατά και τα άσπρα δόντια της έλαμψαν απότομα με θρασύτητα, πίσω από το κόκκινο κραγιόν της. Κι έμεινε να στέκεται εκεί, γελώντας, σα μια φιγούρα άλλης εποχής, σα μια αστεία, ξεπεσμένη νεράιδα, μέσα στο εμπριμέ της φουστάνι.