Κάπου στην Πελοπόννησο. Στο χωριό. Στο σπίτι. Απέναντι υψώνεται το καμπαναριό του Αγίου Γεωργίου. Σαν να επιτίθεται στο μπαλκονάκι, απέχει μόλις ένα μέτρο και κανείς από τους συγχωριανούς δεν παίρνει όρκο ποιο από τα δυο κτίστηκε πρώτο, η εκκλησία ή το σπίτι. Ούτε η εκκλησία ούτε το σπίτι έχουν ιδιοκτήτη. Μόνο περαστικούς νοικοκύρηδες. Έτσι, κανένα από τα δύο δεν μπορεί να αξιώσει την υποχώρηση του άλλου.
Λιθόχτιστο –εννοείται- ψιλόλιγνο με 1 καμπάνα μόνο που χτυπούσε εκτάκτως για φωτιά, για θάνατο, ή για να τρομάξουμε όποιον έφερνε το αμίλητο νερό από την βρύση και να χάσει επιτέλους. Όταν ήμουν παιδί μού φαινόταν σαν ένα πέτρινο πεινασμένο στόμα που ήθελε άλλοτε να μας καταπιεί, άλλοτε να μας συμβουλέψει. Εξαρτάται τι κακό κάναμε το προηγούμενο βράδυ: Πήραμε κρυφά τα κλειδιά από το σακάκι του παππού, για να πάμε στο κατώι να καπνίσουμε; Δώσαμε ραντεβού νύχτα στη Δημοσιά με τα αγόρια; Πετάξαμε τα γουβαρλάκια στο σκυλί; Ή – άκου τώρα – γλύψαμε καμιά πέτρα να δούμε πώς είναι η γεύση του χώματος; Πάντως σίγουρα έστηνε αυτί στις κουβέντες μας όλες, απρόσκλητο εξομολογητήριο, να πάρει μια ανάσα από τις προσευχές, τις δοξολογίες και τα μνημόσυνα. Μου έσπαγε τα νεύρα αυτό το καμπαναριό. Μου έκοβε ο Θεός τη θέα.
«Καλύτερα μπροστά σου οι παπάδες, παρά πισινέλα1», μου έλεγε ο παππούς.
Φήμες λένε ότι ο παππούς δώρισε γη, για να ανεγερθούν εκκλησίες. Δεν το αποκλείω, καθώς πολλοί δικοί του άνθρωποι –πού τους έβρισκες πού τους έχανες •στις εκκλησίες. Έτσι: πιο πολλές εκκλησίες πιο συχνά θα τους έχανες… Ο ίδιος δεν πήγαινε στην εκκλησία. Νομίζω τη βαριόταν. Αν και ο παπα-Γιώργης ήταν ο καλύτερός του φίλος. «Όταν απολύκει η εκκλησία, θα γυρίσω», έλεγε και πήγαινε στο καφενείο. Ή στο περιβόλι. Λες και είχε ραντάρ, επέστρεφε, όταν το τραπέζι ήταν στρωμένο και το ποτήρι του δίπλα στο πιάτο.
Ένα βράδυ στο πανηγύρι του χωριού, στη χάρη Της, αυτός στην κορυφή, πρώτο τραπέζι μπροστά στην ορχήστρα. Το καπάρωνε το πρώτο τραπέζι, από το στήσιμο του πανηγυριού την προηγουμένη• σιωπηλά, με το βλέμμα. Ούτε ο παπα- Γιώργης δεν τολμούσε να καθίσει πιο κοντά στα όργανα, αλλά αργά τη νύχτα έπαιρνε την ταπεινότητά του και το ποτήρι του από τα μετόπισθεν και καθόταν δίπλα στον παππού κάνοντας νεύμα στην παπαδιά, που κάθε φορά το παράκανε με τον χορό. Τόσο, ώστε κάποτε σκέφτηκα ότι ο παπάς εφηύρε το πανηγύρι, για να έχει κι η παπαδιά την έξοδό της. Το έναν χορό μετά τον άλλο η παπαδιά και ο ξάδελφός μου και εγώ το ένα ποτήρι μετά το άλλο. Είμαστε – δεν είμαστε 15 ετών, ώσπου ξαφνικά ο παππούς:
«Τι κάνεις ευτού2;»
(Ο παππούς δεν έκανε ερωτήσεις. Ποτέ!!! Μπορούσα να τον δω να κάνει θαλάσσιο σκι με την Μπριζίτ Μπαρντό στους ώμους, να χορεύει πάνω σε ένα ποτήρι, να πιάνει δελφίνια με ξώβεργες, να παίζει με ένα τηλεκατευθυνόμενο αυτοκινητάκι στην πλατεία του χωριού, ενώ τα εγγόνια του σκούζουν, και να μην ξαφνιαστώ. Αλλά οι ερωτήσεις ήταν πάνω του παράταιρες σαν μπούκλα.)
«Θέλω να μεθύσω.»
« Μπα!!! Και γιατί;»
(Δεύτερη ερώτηση. Παναγία μου. Με βλέπω να με κρεμάει από το Πλατάνι της πλατείας, να τρώνε όλοι τις λαλαγγίδες3 της μάνας μου και εγώ φακές, να κάνω παρέα με το γουρούνι στο παχνί του όλο το βράδυ, να πιάνω με τα χέρια τη γκουβούνα4 της γαϊδούρας, ή να πίνω απ΄ την ποτίστρα του αλόγου -παλιές, ατεκμηρίωτες απειλές του. Έλα όμως που πάντα απολάμβανα να του λέω την αλήθεια, χοντροκομμένη και άψητη, για να δω τις αντιδράσεις του. Αυτό ήταν ένα προνόμιο που μόνο εγώ από όλα τα εγγόνια – μην σας πω κι απ΄ τα παιδιά του- είχα. Ή μόνο εγώ το δοκίμασα, πήρα το ρίσκο του και πια δεν μπορούσε κανείς να με εκθρονίσει από «Βασίλισσα του καθαρού παγωμένου νερού στα μούτρα του Παππού». Μόνον ο ίδιος.)
«Για να δω πώς είναι.»
«Δεν θα μεθύσεις, απέ ρεζίλι θα γίνεις. Το κρασί θέλει καβαλιέρο.»
«Δηλαδή;»
«Λιγούλι τυράκι, μία γουλίτσα, λιγούλι ψωμάκι, άλλη μια γουλίτσα.»
Είχε δίκιο. Μέσα σε δέκα λεπτά γελούσα και έκλαιγα μαζί με έναν κατιφέ στο αυτί και μία φτέρη για μουστάκι, απαιτώντας από την ορχήστρα να σταματήσει το «Μωρ΄ περδικούλα του Μοριά» (να ξεκουραστεί κι η παπαδιά) και να παίξει τη «Γαλιάντρα» του Περπινιάδη να χορέψω.
Μη χειρότερα.
Τα πανηγύρια στο χωριό ήταν επικά. Γενικά τα καλοκαίρια στο χωριό… Μετά αποκτήσαμε την ανεξαρτησία μας και πετούσαμε τη σκούφια μας μόνο για τη θάλασσα. Στο χωριό είχε τα πάντα εκτός από θάλασσα. Η αγάπη και η προτίμηση του παππού για τα άγρια βουνά ήταν αδιαπραγμάτευτη. Πρέπει να είναι ο μοναδικός άνθρωπος που ξέρω που αδιαφορούσε για τη θάλασσα. Ακόμη και στην Αθήνα, η θάλασσα δυο βήματα, παππούς + θάλασσα = δυο ξένοι στην ίδια πόλη.
Χίλιες φορές να μείνει στο μαγαζάκι του. Ένα μαγαζάκι μικρό σαν φεγγίτης, που μύριζε πετσί, κερί, κόλλα και ρετσίνα. Από κάτω, στο υπόγειο, είχε το κελάρι του, όπου πωλούσε το κρασί που ο ίδιος έφτιαχνε. Η τιμή στο κρασί ήταν μαρκέ. Ή σου πούλαγε τόσο, ή δεν σου πούλαγε ποτέ. Και μερικοί που έκαναν την απερισκεψία να παρεξηγηθούν μαζί του, έχαναν δια βίου την πολυτέλεια να γευτούν το κρασί του και έβλεπες μετά τους συγγενείς τους να αγοράζουν μία νταμιτζάνα παραπάνω από τη συνηθισμένη τους, γιατί τάχα περίμεναν επισκέψεις μέσα στην εβδομάδα.
Η τιμή στο τσαγκαράδικο όμως ήταν ρευστή σαν το νερό στο μαστέλο5 που έβαζε το δέρμα να μαλακώσει. Καθόμουν καμιά φορά δίπλα του, εκείνος στον πάγκο κι εγώ στο σκαμνάκι. Αν έμπαινε κανένας πελάτης και πέταγε μια καλημέρα, χωρίς να περιμένει απάντηση, παρά συνέχιζε απνευστί « Είναι έτοιμα τα παπούτσια. Μπάρμπα;» του σιγοψιθύριζα: «Σ΄ αυτόν να πάρεις παραπάνω, παππού!» Και το έκανε! Ή αν έμπαινε καμιά γειτόνισσα και έστεκε το βλέμμα της πολλή ώρα στο κατρούτσο πάνω στον πάγκο του, που αντανακλούσε χρυσές γλώσσες φωτιάς πάνω στις σακοράφες, τα σουβλιά, τις λίμες, τις ράσπες, τις τανάλιες, ακόμη και στο μουστάκι του, « Ρίξ’ της στα αυτιά, παππού!» Και το έκανε. Αν και αυτό θα το έκανε και χωρίς υπόδειξη. Αν του μετρούσες το κρασί, μετρούσες και τις μέρες σου. Πλήρωνε εκείνη δυο φορές παραπάνω και ξαναρχόταν, γιατί δεν είχε άλλον μάστορα η γειτονιά.
Δεν θυμάμαι κανέναν να απόρησε με την τιμή, που ανεβοκατέβαινε σαν ασανσέρ στο HONDOS ή –εννοείται- να διαφωνήσει. Α! Και το άλλο: Θυμάμαι να λέει πως δεν την έχει έτοιμη την παραγγελία, ενώ τα παπούτσια καμάρωναν φρεσκοκερωμένα πάνω στο ράφι σε περίοπτη θέση. Κοιτούσε κατάματα τον πελάτη με το ύφος: «Σας γνωρίζω, αγαπητέ μου; Έχουμε ξανασυναντηθεί κάπου; Για θυμίστε μου, σας παρακαλώ» η μάλλον με τα δικά του λόγια: «Γύρνα όπως είσαι «Κυρ Απαυτέ» , «Κυρα ‘Οπωσσελένετελοσπάντων» και φύγε, μη σού΄ ρθει ο κατσαμπρόκος6 λοφίο του Κολοκοτρώνη. Και να έρχεται ξανά ο Χριστιανός. Και να ξανάρχεται. Μέχρι να του περάσει του παππού το ινάτι του. Αγύριστο κεφάλι. Κολοκοτρωνέικο.
Κάποτε ψάχνοντας την ετυμολογική ρίζα του επιθέτου του, βρέθηκα μπροστά σε μία σπουδαία ανακάλυψη. Η ρίζα του επωνύμου του παρέπεμπε σε μία παλιά συνθηματική γλώσσα. Οι ρίζες της χάνονταν στην Τουρκοκρατία. Γλώσσα πλανόδιων παραδοσιακών οικοδόμων. Καταγεγραμμένη μάλιστα από τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Ολόκληρο κεφάλαιο τής έχει αφιερώσει! Μια γλώσσα που φέρει το όνομα της οικογενείας του!!! Μια γλώσσα μυστική, συνωμοτική, που επινόησαν οι πρόγονοί του, για να μην γίνονται αντιληπτοί από τους Τούρκους και για να μην οικειοποιηθεί κανείς τα μυστικά της δουλειάς τους. Ήταν -λέει- οι καλύτεροι κτίστες!!! Τι θαυμαστό! Χάρηκα τόσο πολύ, σαν να μου έδωσαν θησαυρό. Έπρεπε αμέσως να του το πω.
Τώρα πώς θα του εξηγούσα ότι αυτό το εύρημα είναι κάτι σπουδαίο, κάτι σαν παράσημο, ή μάλλον σαν οικόσημο …θα έβρισκα τον τρόπο. Έτρεχα σαν τρελή από το σπίτι στο μαγαζάκι του. Πώς ανεμίζουν τα μαλλιά μιας φρεσκοερωτευμένης σε βίντεο κλίπ των 80’ς, μέσα στο δάσος, αφού φέρει βόλτα 5-6 δέντρα σαν σκυλί που θέλει να κατουρήσει, πέφτει τελικά στην αγκαλιά του αγαπημένου της, τη σηκώνει αυτός στα στιβαρά του μπράτσα, την στροβιλίζει ακούραστος 2-3 φορές, ίσα να απομακρύνει τα μακριά μαλλιά της που του γαργαλάνε το ρουθούνι, ενώ ανάμεσα στις μασχάλες του αχνοφαίνεται η ακύμαντη θάλασσα στο φόντο; Έ, έτσι και εγώ…
Τον βρίσκω να συγκουρίζει μια σόλα με τη φαλτσέτα και του τα ξεφουρνίζω όλα αχνιστά με μία ανάσα. Χωρίς να σταματήσει να δουλεύει: « Πες μου μια λέξη τους» μου λέει. Δεν είχα προλάβει όμως, η ανόητη, καμία λέξη να αποστηθίσω. Και έμεινα σαν χάχας να κοιτάζω τη δερμάτινη ποδιά του, λεία και γυαλιστερή σαν φλούδα κάστανου. Όταν ξαναπήγα, διαβασμένη πια, είχε χάσει εντελώς το ενδιαφέρον του για τους αλλόκοτους προγόνους του και τα κορακίστικά τους. Αφήστε που έχω την εντύπωση ότι δεν εκτιμούσε καθόλου όσους ήταν μονοφαγάδες στην Τέχνη τους και μοστράρονταν σαν επαναστάτες. «Άκου να μην τους καταλαβαίνουν οι Τούρκοι… Σιγά μην εκρεμόσαντε7 να κτίσουν οι Τυράγνοι8.!!»
Δεν μου χάρισε ποτέ τίποτα απτό. Τίποτα που να έχει σχήμα και χρώμα. Δεν ήταν τότε οι παππούδες συνεταίροι του Τζάμπο και του Γερμανού. Μου ξεφλούδιζε όμως Αύγουστο σαν τώρα, αμέτρητα καρύδια χλωρά με χέρια που τρέμανε, για να μην μαυρίσουν τα δικά μου. Και άλλη μια φορά τον πήρα με το αμάξι στο χωριό, έμεινε 5-10 λεπτά στο αυτοκίνητο, διπλωμένος στα δύο, δύο μέτρα άντρας, για να ξεπροβάλει, όταν θα του έδινα το σήμα, έκπληξη στους άλλους, που έβαζαν στοίχημα: «σιγά μην ξεκουνηθεί ο παππούς από το σπίτι, να κάνει 5 ώρες ταξίδι και μάλιστα με γυναίκα οδηγό και φρέσκια στο τιμόνι!!!». Και το κορυφαίο, ένα απόγευμα που η γιαγιά παινευόταν δεξιά- αριστερά ότι οι εγγονοί της, αν και στο Γυμνάσιο ακόμη, τις είχαν τις κατακτήσεις τους και ήταν κάτι κοπελάρες μέχρι κει πάνω, ενώ για τις εγγονές της για κάθε πόντο που ανέβαινε η φούστα πάνω απ΄ το γόνατο έριχνε και μια μετάνοια στην εκκλησία, ο παππούς τόλμησε και είπε: «Η τσούπα από δω έχει δεκατέσσερις και βγαίνει κάθε μέρα με δύο.» Επειδή του το ζήτησα… Θυμάμαι ακόμη το χρώμα της γιαγιάς. Βγαίνει και σε κραγιόν.
Ψέματα. Μου έδωσε κάποτε κάτι.
Έναν σουγιά. Βοσκομάχαιρο το έλεγε εκείνος, με δίκοχη λαβή, από ξύλο οξιάς με τρεις εγκοπές στη λάμα του. Μικρό αλλά όμορφο. Δεν προκαλούσε φόβο, μάλλον απορία, τι μπορούσε να κάνει κανείς μ΄ αυτό το στολιδάκι. Να καθαρίσει κανένα φρούτο, να απειλήσει κανένα αγρίμι, ή να σκαλίσει καμία φλογέρα; Του το είχε ζητήσει η κόρη του (η «Μπιτ Πάπαλο9» όπως την έλεγε πίσω απ΄ την πλάτη της) να το βάλει -λέει- στο τζάκι μπιμπλώ. Μου το έδωσε να το κρύψω. «Να ξέρεις μόνο εσύ και όταν το ματαζητήσω να μου το δώκεις.» Δεν μου το ξαναζήτησε ποτέ.
Δεν το είχα εκτιμήσει αυτό το δώρο και, το παλιόπαιδο, έτσι για να τον πειράξω, μια φορά στη διαδρομή προς το χωριό σταματήσαμε να ξεπιαστούμε σε μια μαγευτική τοποθεσία. Απολαμβάναμε τη Θέα απέναντι. Βουνά και ρουμάνια, ακατοίκητα, παρθένα, που δεν είχε κανείς συμφέρον, ούτε όνομα να τους δώσει. Είμαστε οι δυο μας. Είχε περάσει πια τα ενενήντα. Πώς μου ήρθε και του λέω: « Τα βλέπεις αυτά, Παππού;» Δεν μίλησε. « Όλα αυτά από τη βρούβα μέχρι τις γκορτσιές10, από τις γουστέρες11 μέχρι τις κουρούνες12 όλα αυτά … όόόόόόλα αυτά μια μέρα …θα γίνουν δικά σου!!!»
Δεν γέλασε. Ούτε φάνηκε να θυμώνει. Αλλά όταν κατηφορίζαμε προς το αυτοκίνητο, είπε: «Από κει που πήδησε η κατσίκα θα περάσει και το κατσικάκι.»
Τίποτε ηρωικό δεν είχε ο παππούς. Ορεινός και απρόσιτος για τους ξένους, ακριβός και αστείρευτος για τους δικούς του. Σαν τον τόπο του. Ο παππούς ήταν ο τόπος του. Εμείς – καλά το λέμε- είμαστε από αυτόν τον τόπο. Δεν είμαστε ο τόπος. Ένας απλός, έντιμος άνθρωπος ήταν, που έζησε πολλά πολλά χρόνια και δούλευε, όπως το ήθελε, μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Καθόλου δεν θα καταλάβαινε την υποχρεωτική συνταξιοδότηση, την πρόωρη, την τάχαμου εθελουσία, την δικτατορική απαίτηση αχρηστίας και αυτοκατάργησης και το πρόστιμο που μπορεί να φας, αν επιμένεις να θες να δουλέψεις. Σου ζαλίζουν το κεφάλι από τα έξι σου να παρατήσεις το παιχνίδι, να εσωτερικεύσεις τις φιλάνθρωπες αρχές του μόχθου, του καθήκοντος και της κοινωνικής προσφοράς, της δημιουργικότητας, της εργασίας δηλαδή, και μια ωραία πρωία σου λένε «κάνε στην άκρη, γέρο, υπάρχουν τόσοι νέοι άνεργοι» Λες και φταις εσύ. Λες και βγήκες εσύ με το πτυχίο σου και υποσχέθηκες πολιτικό σχεδιασμό. Λες και τα έχουμε συνεταιρικά τα ένσημα. Λες και μπορεί τον μάστορα να τον αντικαταστήσει το τσιράκι13 του. Αν του έλεγες του παππού να κάνει στην άκρη, για να δουλέψουν οι νεότεροι, το πιθανότερο είναι ότι θα σήκωνε τη μαγκούρα του και θα σε έπαιρνε ο διάολος. Ζωή νερόπλυμα δεν ήθελε. Και ζωή χωρίς δουλειά δεν πήγαινε κάτω. Δεν μασιόταν.
Βέβαια, την τέχνη του παππού κανένας νέος δεν θα την ονειρευόταν, και εκτός από τον Λευτέρη Πανταζή δεν ξέρω κανέναν άλλον να καμάρωνε που ήταν στα νιάτα του λουστράκι. Όμως ευτυχώς ο παππούς, όπως ίσως ο κάθε παππούς, κούρνιασε στη ζεστή αγκαλιά της εποχής του. Στη δική μας θα πάθαινε κρυοπαγήματα. Καρδιάς, πνεύματος και ομιλίας.
Πώς μου ήρθαν πάλι όλα αυτά; Πώς τα θυμήθηκα; Μάλλον, επειδή πλησιάζει το πανηγύρι.
Αν ήσουν φέτος εδώ στο πανηγύρι, θα σου το τραγουδούσα εκείνο το …
Εγώ στον ήλιο ορκίστηκα
Ποτέ μην τραγουδήσω
Κι απόψε για τους φίλους μου
Για τους αγαπημένους
Θα πω τραγούδι ………..
……………………………………
Μέχρι εκεί. Μας γυαλίζουν 14 και θα ανθίσουν οι μπαμπακιές15
—————————————————————————————————————————————————————–
Γλωσσάρι
1: πισινέλα= οπισθοφυλακή
2: ευτού= εκεί
3: λαλαγγίδες= πελοποννησιακές τηγανίτες
4: γκουβούνα= κοπριά ζώου
5: μαστέλο= μεγάλο δοχείο με νερό, στο οποίο μαλάκωναν το πετσί
6: κατσαμπρόκος = Μυτερό εργαλείο του τσαγκάρη, με το οποίο τρυπούσε τη σόλα
7: εκρεμόσαντε= ενδιαφέρονταν, είχαν ανάγκη
8: Τυράγνοι = οι Τύραννοι
9: Μπίτι πάπαλο = Μαλθακός άνθρωπος, αδύναμος
10: γκορτσιές= αγριοαχλαδιές
11: γουστέρες= μικρές σαύρες
12: τις κουρούνες= πτηνό σαν την καρακάξα
13: τσιράκι= ο βοηθός του μάστορα, ο μαθητευόμενος τεχνίτης
14: μας γυαλίζουν= μας βλέπουν, μας πήραν είδηση (Δουλγέρικο ιδίωμα)
15: θα ανθίσουν οι μπαμπακιές= …