Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξι, επτά, οκτώ, εννιά…
Περίμενα… τίποτα. Αηδίες. Ακόμα ήθελα να τα σκοτώσω. Υποτίθεται ότι το μέτρημα θα με χαλάρωνε, θα μ’ έφερνε σε κατάσταση ζεν, θα μ’ έκανε να πάψω να θέλω να τα δολοφονήσω.
Το γράμμα Τ πέταξε από μπροστά μου, χτύπησε στον τοίχο και γλίστρησε προς τα κάτω, αφήνοντας μια γραμμή από σάλτσα ντομάτας πίσω του. Ένα Φ με πέτυχε στο πρόσωπο και σάλτσα ντομάτας πιτσίλισε το μάτι μου. Ξεκαρδίστηκαν στα γέλια.
Σκούπισα το μάτι με το μανίκι μου και αναστέναξα. Για όνομα του Θεού, πώς κατέληξα εδώ; Πού ήταν η παλιά μου ζωή, η χλιδάτη, η ανεξάρτητη, η τακτοποιημένη, η καθαρή, αυτή που δεν ήταν λερωμένη με φαγητά και μύξες; Ίσως αν ήταν δικά μου παιδιά, να μην ήταν τόσο δύσκολα τα πράγματα. Ίσως αν ήταν δικά μου παιδιά, να μην ήθελα να τα σκοτώσω αυτή τη στιγμή. Ίσως αν ήταν δικά μου παιδιά, να ήξερα τι διάολο έκανα. Δεν ήταν, όμως, και πνιγόμουν μέσα σε μια θάλασσα από ζυμαρικά σε σχήμα γραμμάτων της αλφαβήτα.
Προχωρούσα καμαρωτή στο δρόμο μπροστά από το σπίτι της αδελφής μου, όταν συνειδητοποίησα πως για πρώτη φορά εδώ και καιρό ένιωθα ευτυχισμένη. Βρισκόμουν στην κορυφή του κόσμου. Εγώ, η Κέιτ Ο’Μπράιαν, ήμουν τηλεπαρουσιάστρια. Για οκτώ χρόνια ζούσα σ’ ένα μικρό στούντιο-διαμέρισμα στο Λονδίνο κι έφτιαχνα τσάι για άλλους τηλεπαρουσιαστές, αλλά τώρα είχα επιτέλους τη δική μου εκπομπή κι ένιωθα φανταστικά. Χτύπησα το κουδούνι και άκουσα στριγκλιές από μέσα. Προφανώς τα δίδυμα ήταν ενθουσιασμένα που έκλειναν τα πέντε τους χρόνια. Η πόρτα άνοιξε κι ένας ταλαίπωρος μπαμπάς μ’ έμπασε στο χολ.
«Τάξε μου», είπα, πεθαίνοντας να του πω τα καλά μου νέα, αλλά δεν με άφησε να συνεχίσω.
«Να ’σαι καλά που ήρθες. Ο Μαρκ έχει βαλθεί να με πεθάνει με μια καινούρια μαθηματική θεωρία ή κάτι τέτοιο. Προτιμώ να πάω να καρφώσω το παπάρι μου στο κατάρτι πλοίου που βυθίζεται παρά ν’ ακούσω άλλη κουβέντα γι’ αυτό το πράγμα», ψιθύρισε θυμωμένος.
«Πολύ χαριτωμένη περιγραφή. Κι εγώ χαίρομαι που σε βλέπω, μπαμπά», είπα γελώντας. Κοίταξα το γαμπρό μου, τον Μαρκ, ο οποίος καθόταν με την πλάτη γυρισμένη σ’ εμένα κι έδειχνε στα δίδυμα πώς να πολλαπλασιάζουν τρία μήλα με τρία αχλάδια. Τα παιδιά κοιτούσαν τον πατέρα τους με λατρεία όσο αυτός φλυαρούσε ακατάσχετα.
«Μιλάμε ο τύπος πρέπει ν’ αρχίσει να βγαίνει λίγο έξω», είπε αργόσυρτα από τον καναπέ όπου καθόταν ο Ντέρεκ, ο αδελφός μου. «Δεν φτάνει που διδάσκει μαθηματικά, πάει και πρήζει και τα παιδιά του με δαύτα. Θα γίνουν τεράστια φυτά. Κανείς δεν θέλει να κάνει παρέα με παιδιά που είναι καλά στα μαθηματικά!»
«Πάντως εσένα θα σου έκανε καλό να δώσεις λίγο βάρος στις σπουδές σου αντί να παραμυθιάζεσαι ότι θα γίνεις μουσικός και κολοκύθια τούμπανα», γκρίνιαξε ο μπαμπάς. Χρηματοδοτούσε χρόνια τώρα το όνειρο του Ντέρεκ να γίνει διάσημος ράπερ και προφανώς είχε μπουχτίσει πια.
«Όταν θα δίνω σολντ-άουτ συναυλίες στο Γουέμπλεϊ, τότε να δούμε τι θα λες», είπε με αυτοπεποίθηση ο μεγάλος καλλιτέχνης.
«Εφόσον ακόμα δεν έχεις παίξει ούτε έξω από το γκαράζ του σπιτιού, δεν μπορώ να πω ότι θα περιμένω με κομμένη την ανάσα».
«Πού είναι η Φιόνα;» ρώτησα.
«Στην κουζίνα, βάζει τα κεράκια στην τούρτα», είπε ο μπαμπάς. «Αν μπορείς να χαρακτηρίσεις τούρτα αυτό το απαίσιο οργανικό καροτένιο σίχαμα. Λαγός δεν θα την έτρωγε σίγουρα, πάντως».
Σαν συνεννοημένη, η μεγάλη μου αδελφή βγήκε από την πόρτα με την τούρτα στα χέρια.
«Κέιτ, πολύ χαίρομαι που τα κατάφερες», είπε και ήρθε να με φιλήσει.
«Δεν θα έχανα ποτέ τα γενέθλια των παιδιών», είπα κι έκλεισα το μάτι στα δίδυμα που έτρεξαν να με χαιρετήσουν.
«Μόνο πέρυσι που τα ξέχασες», είπε ο Μαρκ και τον αγριοκοίταξα. Ποτέ δεν κατάλαβα τι του βρήκε η Φιόνα. Μάλλον επειδή ήταν και αυτή μαθηματική διάνοια, τους ένωσαν οι αριθμοί.
«Αφήστε τα αυτά, αρκεί που ήρθες τώρα», είπε η Φιόνα,
κατευνάζοντας όπως πάντα τα πνεύματα.
«Πού είναι το δώρο μας, θεία Κέιτ;» ζήτησε να μάθει ο Μπόμπι.
«Εδώ μέσα», είπα και του έδωσα τη σακούλα.
«Ελπίζω να είναι πιο κατάλληλο απ’ το χριστουγεννιάτικο δώρο τους», είπε ο Μαρκ.
Κοκκίνισα. Επειδή με έφαγαν οι τύψεις που ξέχασα τα τέταρτα γενέθλιά τους, ξόδεψα ένα ολόκληρο μηνιάτικο για να τους αγοράσω ένα Πλέιστεϊσον που συνοδευόταν από δύο παιχνίδια –το Big Mutha Truckers 2 και το Airforce Delta Strike– και το θεώρησα μάλιστα πολύ ωραίο δώρο. Πού να ήξερα ότι τα παιχνίδια ήταν βίαια και πως τα αγόρια ήταν πολύ μικρά για Πλέιστεϊσον; Δεν σκάμπαζα τίποτα από παιδιά. Η Φιόνα έχασε τη λαλιά της και ο Μαρκ δεν σταματούσε να κουνάει το κεφάλι και να λέει πόσο ακατάλληλο ήταν και πώς στην ευχή δεν
ήξερα ότι τα παιχνίδια αυτά καταστρέφουν τα παιδικά μυαλά; Είχα νιώσει ένα μηδενικό. Ο Τζακ έβγαλε το δώρο του με σαστισμένο βλέμμα.
«Τι είναι;» ρώτησε.
««Αυτάκια» Μπέρμπερι – για να μην κρυώνουν τ’ αυτιά σας το χειμώνα όταν πηγαίνετε στο πάρκο», ανακοίνωσα. Τα δίδυμα με κοίταξαν ανέκφραστα.
«Κοιτάξτε, τα φοράτε έτσι», είπα και τα έβαλα στο κεφάλι του Τζακ.
«Αυτό τι είναι;» ρώτησε ο Μπόμπι, προσπαθώντας να φορέσει ένα μικρό παλτουδάκι στο κεφάλι του.
«Παλτουδάκι Μπέρμπερι για τον Τέντι, ώστε να μην κρυώνει όταν τον βγάζετε βόλτα», είπα χαμογελώντας στον Τέντι, το κόκερ σπάνιελ, που καθόταν κουλουριασμένο σαν μπαλίτσα στη γωνία. Όλοι κοιτούσαν τα «αυτάκια» χωρίς να λένε κουβέντα.
«Ωραία», είπε σαστισμένη η Φιόνα.
«Τι είναι Μπένμαρι;» ρώτησε ο μπαμπάς.
«Σαν να λέμε, ψωνίστικα ρούχα για όσους το φυσάνε», είπε ο Ντέρεκ.
«Νόμιζα ότι τα καρό έφυγαν από τη μόδα στη δεκαετία του εξήντα», είπε γελώντας ο μπαμπάς.
«Είναι, πάντως, καλύτερα από το περσινό φιάσκο», είπε ο Μαρκ.
Ο Μπόμπι κοίταξε μέσα στη σακούλα για να δει αν είχε τίποτα άλλο. Όταν δεν βρήκε τίποτα, κάρφωσε τα μάτια του πάνω μου με εμφανή απογοήτευση.
«Συγγνώμη, παιδιά, νόμιζα ότι θα σας άρεσαν», είπα, νιώθοντας παντελώς ηλίθια.
Ακούσαμε ένα ουρλιαχτό και όταν γυρίσαμε, είδαμε τον Τζακ να παλεύει με τον Τέντι για να του φορέσει το παλτουδάκι – τούφες γούνας είχαν πιαστεί στο φερμουάρ. Ο Μαρκ έσπευσε να τον σώσει.
«Τάξτε μου!» είπα, αφού έσκαγα ακόμα να τους πω τα νέα μου.
«Γκαστρώθηκες», είπε ο Ντέρεκ.
«Γνώρισες ένα καλό παιδί», είπε ο μπαμπάς όλο ελπίδα.
«Πήρα δική μου εκπομπή!» είπα χωρίς να δώσω σημασία σε κανέναν τους.
«Κέιτ, αυτό είναι φανταστικό!» είπε η Φιόνα.
«Α, και τι το καλό βρίσκεις σ’ αυτό;» είπε ο μπαμπάς.
«Καλά θα κάνεις να κοιτάζεις λιγότερο την παλιοδουλειά σου και να δεις πώς θα γνωρίσεις ένα καλό παιδί».
«Για λέγε, θα βγάζεις καλό παραδάκι;» ρώτησε ο Ντέρεκ,
ο οποίος ζωήρεψε.
«Σίγουρα πολύ περισσότερα απ’ όσα βγάζω τώρα, όχι ότι είναι δύσκολο αυτό. Εσύ όμως μην περιμένεις ελεημοσύνες – να βρεις δική σου δουλειά».
«Ψυχαγωγική εκπομπή;» ρώτησε η Φιόνα.
«Ναι, ελαφριά πράγματα ως επί το πλείστον – συνεντεύξεις ανερχόμενων αστέρων, μουσικοκριτικές, κριτικές κινηματογραφικών ταινιών και τηλεοπτικών σειρών. Είναι στο κανάλι Lifechange –δεν θα το έλεγες ακριβώς BBC– αλλά έχει ανοδική πορεία και το σημαντικό είναι ότι θ’ αναλάβω επιτέλους ρόλο κεντρικής παρουσιάστριας. Έχω γυρίσει ήδη τις τρεις
πρώτες εκπομπές και πάει καλά».
«Μαρκ», φώναξε η Φιόνα, «άκουσες τα καλά νέα; Η Κέιτ έχει δική της εκπομπή. Θα γίνει διάσημη».
«Επιτέλους. Τουλάχιστον τώρα δεν θα χρειάζεται ν’ανησυχείς τόσο γι’ αυτήν», είπε και κάθισε δίπλα στη γυναίκα του, αγκαλιάζοντάς την.
«Αμάν βρε Φιόνα! Για ποιο λόγο ανησυχείς για μένα; Για όνομα του Θεού, είμαι τριάντα χρόνων πια και τα πάω μια χαρά».
Η Φιόνα ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Μου έχει γίνει συνήθεια».
Της χαμογέλασα. Ανησυχούσε για μένα και τον Ντέρεκ απ’ όταν πέθανε η μαμά, πριν από είκοσι δύο χρόνια. Τότε, ο μπαμπάς έγινε ψυχολογικό ράκος κι έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά, αφήνοντας τη δωδεκάχρονη Φιόνα να φροντίζει τα μικρότερα αδέλφια της. Εγώ ήμουν οκτώ και ο Ντέρεκ μόλις τεσσάρων, οπότε η Φιόνα πήρε τη θέση της μητέρας μας. Πάντα με έτρωγαν οι τύψεις που αντί να χαίρεται τα νιάτα της, μας έφτιαχνε σάντουιτς και μας διάβαζε για το σχολείο. Από δώδεκα χρόνων έγινε ξαφνικά σαράντα.
«Τώρα μπορείς να σταματήσεις πάντως», είπα.
«Γνώρισα την ξαφνική επιτυχία μετά από οκτώ χρόνια χαμαλοδουλειάς».
«Και δηλαδή, μπορούμε, λες, να ’ρθουμε με τον Γκόντζο στην εκπομπή σου για να παίξουμε κάνα καινούριο κομμάτι μας;» ρώτησε ο Ντέρεκ.
«Όχι».
«Καλά, δεν λένε ότι οι συγγενείς αλληλοβοηθιούνται;»
«Δεν θέλει να της κόψουν την εκπομπή», είπε ο μπαμπάς.
«Η μουσική σας δεν είναι αρκετά καλή ακόμα. Χρειάζεται περισσότερη δουλειά», είπα, προσπαθώντας να φανώ πιο διακριτική.
«Δουλεύουμε κάτι καινούρια κομμάτια. Θα τρελαθείς αν τ’ ακούσεις. Την Παρασκευή ηχογραφούμε CD, θα σου στείλω κόπια και μπορείς να μας χώσεις στην εκπομπή σου», είπε ο επίδοξος ράπερ, πηγαίνοντας προς την πόρτα.
«Ευχαριστώ για τη μάσα, Φιόνα, τα λέμε αργότερα».
«Ωχ, Θεέ μου», βόγκηξα. «Πώς θα τον ξεφορτωθώ τώρα,
μου λέτε; Δεν θα με αφήσει σε ησυχία».
«Δεν γίνεται να τον βάλεις για λίγα λεπτά στην εκπομπή;» ρώτησε η Φιόνα.
«Δεν υπάρχει περίπτωση – είναι ωμός».
«Κακό είναι αυτό; Εμένα μου φάνηκε ότι κάποιοι στίχοι έκαναν καλή ρίμα», είπε η υπέρ-υποστηρικτική μεγάλη αδελφή.
«Είναι για τα σκουπίδια. Το παιδί θα πρέπει να κοιτάξει να λογικευτεί και να βρει κανονική δουλειά», αποκρίθηκε φουρκισμένος ο μπαμπάς.
«Κοίτα, Μπιλ, εσύ είσαι αυτός που χρηματοδοτεί τις αυταπάτες του για μουσική καριέρα», επεσήμανε ο Μαρκ και ο μπαμπάς τσαντίστηκε.
«Του το έχω ξεκαθαρίσει: του χρόνου που γίνεται είκοσι επτά, θα κοπούν τα χρήματα. Εξάλλου, τώρα δουλεύει μερικές ώρες οπότε τον βοηθάω λιγότερο. Σου το υπογράφω, όταν μεγαλώσουν τ’ αγόρια σου και σε παρακαλέσουν να στηρίξεις τα οποιαδήποτε φαντασιόπληκτα όνειρά τους, θα δυσκολευτείς περισσότερο απ’ όσο νομίζεις να αρνηθείς».
«Τα παιδιά μας θα γίνουν μαθηματικοί σαν τους γονείς τους», είπε ο Μαρκ, ενώ κοιτούσαμε τον Τζακ να πασαλείβει με τούρτα τα μαλλιά του Μπόμπι.
«Κοίτα ποιος μιλάει γι’ αυταπάτες», μουρμούρισε ο μπαμπάς.
«Εσύ τι κάνεις;» ρώτησα τη Φιόνα, αλλάζοντας όσο το δυνατόν ταχύτερα θέμα συζήτησης.
«Καλά, ευχαριστώ. Ξέρεις, έχω τα μαθήματα και τα παιδιά. Παρεμπιπτόντως, έχουμε κι εμείς σπουδαία νέα. Ζήτησαν από τον Μαρκ να υποβάλει μια μελέτη για το
βραβείο Γκόλντγουιν».
«Φοβερό ακούγεται», είπα.
«Τρομερό», είπε ο μπαμπάς.
Ο Μαρκ έγνεψε. «Είναι μεγάλη τιμή. Είναι για το συνέδριο στατιστικής, μαθηματικών και συναφών πεδίων».
«Τι παίρνεις αν κερδίσεις;» ρώτησε ο μπαμπάς χωρίς περιστροφές, ως συνήθως.
«Μια τεράστια επιδότηση για το τμήμα, καθώς και την παγκόσμια αναγνώριση για το έργο του. Είναι σπουδαίο πράγμα – είναι πολύ πιεσμένος αυτό τον καιρό», είπε η Φιόνα, χαρίζοντας στον άντρα της ένα χαμόγελο όλο καμάρι.
«Ποπό! Καλή τύχη σου εύχομαι», είπα.
«Ευχαριστώ, Κέιτ», απάντησε ο Μαρκ. Μετά, στράφηκε στη Φιόνα και είπε: «Να σου πω την αλήθεια, αγάπη μου, μια και ανέφερες το βραβείο, θα πρέπει να πάω να δουλέψω για καμιά-δυο ωρίτσες, αν δεν υπάρχει πρόβλημα».
Η Φιόνα φάνηκε ν’ απογοητεύεται λίγο.
«Τώρα; Στα γενέθλια των παιδιών;» τον ρώτησα.
«Δεν πειράζει, Κέιτ», είπε η Φιόνα.
«Η μελέτη θ’ αλλάξει τον τρόπο που σκέφτονται οι άνθρωποι. Μπορεί να μην είναι τόσο σημαντικό όσο το να παίρνεις συνεντεύξεις από έφηβους τραγουδιστές, αλλά έχει κι αυτό τη σημασία του. Θα γυρίσω για να διαβάσω ένα παραμύθι στα παιδιά πριν να κοιμηθούν», είπε.
Φίλησε τη Φιόνα κι έφυγε.
«Ποιος θέλει τσάι;» ρώτησε η Φιόνα.
«Εγώ θα ήθελα λίγο», είπα και η Φιόνα πήγε στην κουζίνα να βάλει το βραστήρα.
«Φαντάσου πόσο ανυπόφορος θα γίνει έτσι και κερδίσει το βραβείο», σχολίασα αναστενάζοντας.
«Δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι», είπε ο μπαμπάς, αναριγώντας.
Τότε χτύπησε το τηλέφωνο. Η Φιόνα ήταν στην κουζίνα και δεν πρέπει να το άκουσε, γι’ αυτό το σήκωσα εγώ.
«Εμπρός;»
«Γεια σας, κυρία Κένεντι, βγήκαν τα αποτελέσματα απ’ τη βιοψία σας και ο δρ Σάμερ θέλει να σας δει αμέσως.
Σας έκλεισα ραντεβού για τις εννιά αύριο το πρωί».
«Εντάξει», είπα και η γραμμή νέκρωσε.
Τι ήταν πάλι αυτό;
SINÉAD MORIARTY
ΘΑ ΕΙΜΑΙ ΔΙΠΛΑ ΣΟΥ