Η θεατρική μεταφορά κλασικών αριστουργημάτων, όπως ο Θείος Βάνιας του Anton Chekhov, αποτελεί για το θεατή ταυτοχρόνως πρόκληση και παγίδα. Αν δεν είναι εξοικειωμένος με το ρεαλισμό του συγγραφέα, δεν θα καταφέρει να συλλάβει το βάθος του κειμένου. Αν πάλι γνωρίζει την εργογραφία του μεγάλου ρώσου δημιουργού, μπορεί να παγιδευτεί στην προσκόλληση σε μία στείρα εποπτεία του περιεχομένου και μία νοητική ανάλυσή του, χάνοντας τη μαγεία της παράστασης. Όμως ο Chekhov έγραψε θεατρικά, έργα που προορίζονται για να ανέβουν στο θεατρικό σανίδι, και πρέπει με αυτόν τον τρόπο να προσεγγίζονται.
Από αυτήν την οπτική, δεν ξεφεύγει ούτε ο Θείος Βάνιας. Το περιεχόμενο του έργου είναι εκ πρώτης όψεως, σχεδόν απλοϊκό.
Σε ένα αγροτόσπιτο της ρωσικής επαρχίας, ένας πικραμένος από τη ζωή του άνδρας, ο Βάνιας, που αναλώθηκε όλα του τα χρόνια υπηρετώντας το σύζυγο της πεθαμένης αδελφής του, Αλέξανδρο Σερεμπριάκωφ, έναν αστό καθηγητή Πανεπιστημίου που βρίσκεται στο τέλος της ζωής του, βασανίζοντας όσους τον περιστοιχίζουν.
Ο Βάνιας ερωτεύεται τη δεύτερη και νεώτερη σύζυγο του γαμπρού του, Ελένα, για να εισπράξει μόνο απόρριψη και αποστροφή. Η ανηψιά του και κόρη του Σερεμπριάκωφ, Σόνια, είναι ερωτευμένη με τον επισκέπτη γιατρό του αγροτόσπιτου, Αστρώφ. Η Ελένα υπόσχεται να τη βοηθήσει στον απελπισμένο έρωτά της. Ωστόσο, ο Αστρώφ δεν ενδιαφέρεται για τη Σόνια, αντιθέτως επιτίθεται στην Έλενα και της εκδηλώνει την αγάπη του. Μία προδιαγεγραμμένη σύγκρουση ανάμεσα στο Βάνια και τον Σερεμπριάκωφ για την πώληση του αγροκτήματος, θα φέρει και την οριστική ρήξη. Το ζευγάρι θα αποχωρήσει, αφήνοντας το Βάνια και τη Σόνια πίσω, βουτηγμένους μέσα στην προσωπική τους δυστυχία και απόγνωση.
Μία πρώτη ματιά, θα αναδείκνυε αμέσως τους πολιτικούς υπαινιγμούς του έργου, καθώς ο Chekhov ήδη είχε έρθει σ’ επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες της εποχής του μέσω του έργου του Maksim Gorky.
Μία αγροτική τάξη εξαθλιωμένη, που παλεύει μόνο για την επιβίωσή της, κατεβαίνοντας στα σκαλοπάτια της ανθρώπινης ύπαρξης και αξιοπρέπειας. Μία τάξη που η πολύ καλή μεταφράστρια του έργου, Χρύσα Προκοπάκη, αποδίδει ως χυδαία. Μία αστική τάξη που βυθίζεται στην ανία της απραξίας, που απομυζεί τα κατώτερα στρώματα, που έχει μάθει μόνο να παίρνει και όχι να δίνει, όπως δείχνει η αποστροφή της Έλενας να διδάξει και να φροντίσει τους χωριάτες.
Με την ίδια λογική, ο Σερεμπριάκωφ προτείνει την πώληση του αγροκτήματος χωρίς να αποδώσει κανένα σεβασμό ή ευχαριστίες στον Βάνια και στη Σόνια που ξόδεψαν τη ζωή τους για να τον υπηρετούν. Και στη μέση αυτών των τάξεων, οι διανοούμενοι, που ενσαρκώνονται στο πρόσωπο του Αστρώφ. Που έχουν πάρει απόφαση ότι οι φτωχοί θα είναι δυστυχισμένοι και το χειρότερο, εκφυλισμένοι και ασχολούνται με θέματα που δεν πρόκειται να αλλάξουν τίποτα στην κοινωνία (πχ οικολογία), διασκεδάζοντας τις ενοχές τους με ποτό και πλήρη παραίτηση.
Όμως, πρέπει και πάλι να τονισθεί ότι το έργο δεν είναι πολιτικό.
Το κοινωνικό και ιστορικό γίγνεσθαι χρησιμεύει μόνο ως το πλαίσιο της ψυχογραφίας των ηρώων, το ζητούμενων των περιγραφών του συγγραφέα. Το δράμα τους αποτελεί προσωπική υπόθεση, η αποτυχία τους βασανίζει μόνο τους ίδιους και η ματαίωσή τους κρύβεται πίσω από λεκτικούς υπαινιγμούς, πίσω από χαμόγελα που κρύβουν τη μεγαλύτερη θλίψη. Όχι, αυτοί οι ήρωες δεν πρόκειται να κάνουν επανάσταση. Θα εναποθέσουν τις ελπίδες τους στο Θεό, στην επόμενη ζωή, όπου εκεί ελπίζουν να βρουν την ευτυχία, να γλυτώσουν από τον πόνο.
Αυτό ακριβώς είναι και το στοίχημα που κερδίζει η παράσταση «Θείος Βάνιας» που ανεβαίνει φέτος στο θέατρο «Δημήτρης Χορν», σε σκηνοθεσία της Λίλλυς Μελεμέ. Μία παράσταση που σκύβει πάνω από το κείμενο του Chekhov με μεγάλο σεβασμό, χωρίς δήθεν καινοτομίες, αλλά με όπλα της τη σύγχρονη μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη και τις εξαιρετικές ερμηνείες των ηθοποιών της.
Οι ήρωες της Μελεμέ υποφέρουν, βασανίζονται με τρόπο τόσο ρεαλιστικό που σχεδόν υποχρεώνουν το θεατή να ταυτισθεί μαζί τους. Το δράμα τους δεν φωνάζει, δεν κραυγάζει, αλλά όπως ακριβώς απαιτεί ο ρεαλισμός του συγγραφέα, υποβόσκει κάτω από φράσεις που μένουν μισοτελειωμένες, από χειρονομίες που μένουν αιωρούμενες, από βλέμματα που δεν τολμούν καν να σηκωθούν ψηλά. Άνδρες γεμάτοι εγωισμό, που αν μπορούσαν, θα κατάπιναν με ευχαρίστηση το διπλανό τους. Γυναίκες που έχουν μάθει να καταπιέζονται, και να ζουν μέσα στη μιζέρια τους, υποταγμένες στη μοίρα που τους επέβαλε ένας Άλλος, σε μία λακανική ερμηνεία.
Ο Βάνιας του Γιάννη Φέρτη, είναι γεμάτος πίκρα και απογοήτευση. Γεμάτος μίσος για όσα δεν έκανε, γεμάτος οργή για το χρόνο που έχασε, τη ζωή που χαράμισε. Ένας άνθρωπος στερημένος, γεμάτος απωθημένα, ένας αντι-ήρωας που τελικά θα αποδεχθεί τη μοίρα του και θα επιστρέψει στη μίζερη ζωή του. Ένας χαρακτήρας κεντημένος στην παραμικρή του χειρονομία, στην παραμικρή έκφραση του προσώπου, από το βετεράνο ηθοποιό που γνωρίζει τον Chekhov από πρώτο χέρι.
Ο Αστρώφ του Στέλιου Μάινα ξεδιπλώνεται με ορμή και παραπαίει ανάμεσα στην παρακμή που αντιμετωπίζει ως γιατρός (πίνει, μεθάει, γίνεται αγροίκος με την Ελένα) και τα ανώτερα ιδανικά που θέλει να υπηρετήσει.
Ωστόσο, αυτή η παράσταση είναι γυναικεία υπόθεση. Η Έλενα της Μαρίνας Ψάλτη είναι άλλη μία αποκάλυψη από την πεπειραμένη ηθοποιό. Είτε ως Μάσα στο Γλάρο, είτε ως Γερτρούδη στον Άμλετ, είτε τώρα ως Έλενα, η Ψάλτη είναι ένας υποκριτικός χαμαιλέοντας που αφήνει πάντα τον θεατή ν’ αναρωτιέται «Μα είναι πράγματι, η ίδια ηθοποιός;»
Βυθισμένη στην ανία της, η Έλενα περιφέρεται άπρακτη στη σκηνή, τεντώνεται γιατί αποζητά τον έρωτα που δε μπορεί να της προσφέρει ο υπέργηρος σύζυγός της, και μόλις που αποκαλύπτει ότι η δυστυχία της, ναι, σχετίζεται με τη μουσική. Της απαγορεύεται να παίξει. Ταυτοχρόνως, είναι ανθρώπινη, μητρική σχεδόν με τη Σόνια, αλλά θα καταλήξει κι αυτή ματαιωμένη να ακολουθεί έναν εγωιστή γέρο που άγεται από τα καπρίτσια του.
Και η Σόνια της Αλεξίας Καλτσίκη. Νεαρή, δυναμική, ευχάριστη σε όλους, όλα αυτά με την πρώτη αίσθηση μόνο. Γιατί η Σόνια έχει από την αρχή ως το τέλος το δράμα του ανεκπλήρωτου έρωτα της, ένα δράμα που η Καλτσίκη δεν αφήνει το θεατή να ξεχάσει ούτε για μία στιγμή. Αντίθετα, κουβαλάει όλο το συναισθηματικό της βάρος με αξιοπρέπεια, προσπαθώντας να το ελέγξει, να μην σπαράξει για την προδιαγεγραμμένη δυστυχία της. Και στο τέλος, θα αφήσει τον σπαραγμό της στον υπέροχο μονόλογο της με μία συγκλονιστική φυσικότητα, μ’ έναν κεντημένο ρεαλισμό.
Στους δεύτερους ρόλους, οι μεγάλοι ηθοποιοί του θεάτρου Γιάννης Βόγλης (Σερεμπριάκωφ) και Έρση Μαλικένζου ολοκληρώνουν την δυνατή «διανομή».
Μία παράσταση που δεν αξίζει, αλλά επιβάλλεται να την παρακολουθήσει κανείς. Απλώς επιβάλλεται.