Το έχω ξαναπεί… μου αρέσει να λέω ιστορίες.
Μα ακόμα περισσότερο μου αρέσει να φτιάχνω ιστορίες, να τις κάνω να συμβούν και μετά να απολαμβάνω τα αποτελέσματα είτε αρνητικά, είτε θετικά, εφόσον η κάθε ιστορία σε στήνει απέναντι στην εμπειρία, σου φτιάχνει χαρακτήρα και αφήνει αποτυπώματα στο εύπλαστο κομμάτι των γύρω, τριγύρω.
Είμαι δεν είμαι στα 20 μου, είναι καλοκαίρι, είμαι σε ολιγοήμερες διακοπές, τα πουλάκια κελαηδούν, η θάλασσα με έχει μεταμορφώσει, όπως συμβαίνει κάθε καλοκαίρι, η διάθεσή μου ανάλαφρη, στα ουράνια, το κέφι – ντάλα, σαν μεσημεριανός ήλιος.
Αφού παρέθεσα τις απαραίτητες παρομοιώσεις στην παράγραφο, από πάνω, για να καταφέρω να περιγράψω το ρομαντικό της υπόθεσης, κυρίως για εσάς το αναγνωστικό κοινό – γιατί προσωπικά οι αρλεκινίστικες προσεγγίσεις δε μου έλεγαν ποτέ τίποτα, εκτός από το “εξαφανίσου από τις μεγάλες υποσχέσεις, τα μεγάλα λόγια, τις μεγάλες μπαρούφες που πάντα χάνουν σε σύγκριση με την πραγματικότητα” – μπορώ να συνεχίσω ακάθεκτη με το γνωστό κυνικορεαλιστικό μου touch, που αποτελεί σωτήρια χιουμοριστική ασπίδα σε έναν άνθρωπο, που λειτουργεί περισσότερο με πράξεις και λιγότερο με θεωρία.
4 μέρες με τρελοπαρέα, που γνώριζα από μωρό, σε γνωστό παραθεριστικό θέρετρο που θα κατέφθαναν άλλοι τόσοι παρεομπήχτες, σε to know us better φάση, με πολύ ποτό, πολύ beach party, φωτιές κυριολεκτικές και μεταφορικές και βραδιές σε ντισκοτέκ με πίστα, από αυτές που ανέβαινες επάνω και οι κύκλοι από τα φωτορυθμικά σε μετέτρεπαν τουλάχιστον σε Olivia Newton John, χωρίς την επιτηδευμένη μπούκλα κομμωτηρίου, που σιχαίνομαι, σχεδόν όσο την ταραμοσαλάτα.
Το όνομά του ήταν Τζώρτζ, ξές από τους Τζώρτζ που πήγαν στην Αγγλία να σπουδάσουν Ιατρική και να ξεφύγουν από το Γιώργης, για κάτι πιο Αγγλοσαξονικό, την εποχή που το Grey’s Anatomy δεν υπήρχε ούτε στο χάρτη, ώστε να σε πείσει για τους σουπερ ντουπερ γοητευτικούς ντόκτορες…
Στη δική μου συνείδηση τότε, φοιτητής Ιατρικής = σπασικλάκι= φαντασμένο=ξενερωτάκι, που μας κάνει φιγούρα, γιατί θα πιάσει κάποια στιγμή νυστέρι και θα ξεκοιλιάσει ένα καημένο που έφυγε νωρίς και πρόσφερε τα όργανά του προς επιμόρφωση, επίδοξων γαμπρών. Από αυτούς που χαίρεται η μάνα σου, λατρεύει η γιαγιά σου, μα εσένα δε σου λένε τίποτα γιατί δεν κατέχεις από σπληνάντερα, δε σκοπεύεις να παντρευτείς μέσα στο επόμενο εξάμηνο και διαβάζεις μανιωδώς Ελύτη, ακούς Μόρισον και περιτέχνως οργανώνεις την τρίτη τρύπα στο ένα αυτί και άλλη μια στον αφαλό και έχει ο Θεός… Όλο κάποια άλλη διάτρητη αίσθηση θα στολίσεις με το στρασάκι, που σου γυαλίζει κι ας μην υπήρξε ποτέ χρυσός.
Ως γνωστό όμως, τα ετερώνυμα έλκονται, έστω και μονοπλέυρως και περνάς 3 μέρες με τον Τζωρτζ να έχει γίνει η σκιά σου. Και δως του τα πειράγματα, δως του τα ποτά, δως του τα μπλουζ, δώς του χορευτικές φιγούρες και να συναντηθούμε Νατάσσα στην Αθήνα και βέεεεβαια, γαμώ την έμφυτη ευγένειά μου, αλλά νοστιμούλης μωρέ είναι, γιατί να μην πιω έναν καφέ και στην Αθήνα, μπορεί εδώ να είμαι ξεσηκωμένη και όταν αρχίσει να χειμωνιάζει να τον δω με άλλο μάτι. Πιο μαύρο… πιο άραχνο…
Και φθάνει η τελευταία μέρα, η τέταρτη που έχεις σχεδιάσει την επιστροφή σου και τρώγεσαι ότι το ένστικτό σου, σου λέει ότι ο κύριος φοιτητής είναι ένας gentleman, αλλά δεν είναι αυτός που θα σε κάνει να χάσεις τη γη κάτω από τα πόδια σου.
Δεν είναι το τυπάκι που μπορεί να παίξει στα σενάρια που ξέρεις εσύ να στήνεις, ή έστω να προκαλείς τους άλλους να σου στήσουν, όχι γιατί δεν θέλει, απλά γιατί δεν το κατέχει. Σιγά μην του το μάθεις. Η ζωή περνάει πολύ γρήγορα για να χάνεις χρόνο με ανθρώπους που δεν σου ταιριάζουν. Ευκαιρίες δίνεις, όσο προσπαθείς όμως να τραβήξεις καταστάσεις από τα μαλλιά, ξυπνάς μια μέρα μέσα στο τοξικό απόβλητο από συσσωρευμένα συναισθήματα και ανεκπλήρωτες ανάγκες και αναρωτιέσαι τι σκατά έκανες λάθος…
Οι τελευταίες ώρες στον καλοκαιρινό προορισμό, με βρήκε σε ένα καφέ δίπλα στο κύμα. Αναμαλλιασμένη, μπερδεμένη, σαν ένα κομμάτι μου να θέλει και άλλα δύο να μου λένε κάνε την με ελαφρά.
Το σενάριο το κινηματογραφικό λοιπόν, που σκάρωσε η παρόρμηση της στιγμής – το αγαπημένο μου καταφύγιο- είχε ως εξής:
Σηκώνεται και πάει μέσα στο καφέ, να πληρώσει τον καφέ μου. Εγώ πίσω ετοιμάζω ηρωική έξοδο, βγάζω χαρτονόμισμα και γράφω επάνω του:
«Κάποιες φορές η πρόθεση και μόνο μετράει, μα έχω μάθει να κλείνω τους λογαριασμούς μου… το μόνο που μένει είναι να δω αν έχεις μάθει να τους κλείνεις κι εσύ. Το τηλέφωνό μου είναι: (εδώ ακολουθεί αριθμός, που φυσικά κόβεται λόγω αναίσθητων προσωπικών δεδομένων)»
Το δίνω στην κολλητή διπλωμένο και της λέω να του το δώσει, λέγοντάς του ότι τον ευχαριστώ από καρδιάς, που συνετέλεσε στις πιο οικονομικές διακοπές μου ever.
Και απλά εξαφανίζομαι.
Κυριολεκτικά!
Με ένα γρήγορο γεια σε όλους τους φίλους.
Ο δρόμος του γυρισμού και η επόμενη μέρα οφείλω να παραδεχτώ ότι υπήρξαν μέσα στην αναστάτωση… από αυτή την αναστάτωση που παθαίνεις έρωτα με το σκηνικό και την προσδοκία ότι ο πρωταγωνιστής θα ανταπεξέλθει στο ρόλο του, παρόλο που μέσα σου ξέρεις ότι απλά δεν το έχει! Έχει όμως την ευκαιρία και του την έκανες δώρο… απλόχερα!
Το τηλέφωνο χτύπησε και ήταν απόγευμα. Η φωνή στην άκρη του τηλεφώνου, ήταν ζεστή, ήρεμη και αφοπλιστική. Βρε για δες που το παρεξήγησα το παληκάρι, είχε ραδιοφωνική φωνή τελικά, απλά έπρεπε να πάρω απόσταση ασφαλείας για να το συνειδητοποιήσω!
Πέρασα την επόμενη ώρα κρεμασμένη στο ακουστικό, μιλώντας με έναν άνθρωπο που με πέρασε από Ιερά Εξέταση και οικειοθελώς απαντούσα σαν υπνωτισμένη από το ναρκωτικό που μας έφτιαξα ημιμεθυσμένη από την καλοκαιρινή αύρα και την τρικυμία που φύτρωνε στο κεφάλι μου χρόνια…
Αυτός μόνο ρώταγε, εγώ μόνο απαντούσα. Δε με ενοχλούσε καθόλου, καθώς πάντα πιστεύω πως το να δίνω απαντήσεις από το να κάνω πολλές ερωτήσεις, ήταν ένα από τα ατού μου να κάνω τον άλλο να μου ξεφουρνίζει τα πάντα, χωρίς να αισθανθεί πίεση και ανασφάλεια. Άλλωστε είναι χαζό να πιστεύουμε πως οι ερωτήσεις είναι αυτόνομες και ανεξάρτητες. Συνήθως κατευθύνονται από μια απάντηση που φέρνει τελεία σιγουριάς, γιατί η σιγουριά σου είναι αυτή που γεννά τα περισσότερα ερωτηματικά, αλλά αυτό θα το αναλύσουμε σε επόμενο ανάγνωσμα.
Η συνάντηση κανονίστηκε μέσα στο μυστήριο που μου ταίριαζε γάντι. Χωρίς πολλά λόγια σε ένα κατάφυτο καφέ, με ωραία μουσική, που θα αγαπούσα για ολόκληρη την μετέπειτα ζωή μου.
Έφθασα πετώντας και ήταν εκεί, με περίμενε…
Η ζωή είναι η καλύτερη ταινία, η πιο μαγευτική έκπληξη, η πιο αλλόκοτη και τρομακτική φαντασία.
Δεν ήταν αυτός που περίμενα να δω. Ο τύπος που με περίμενε με χαμόγελο, μου ήταν παντελώς άγνωστος και με κάρφωνε με έναν αέρα σιγουριάς.
Ήμουν σίγουρη ότι έκανα λάθος, ότι δεν είχε φθάσει ακόμα και κάθισα σε άλλο τραπέζι.
Σηκώθηκε και ήρθε στο μέρος μου και μου συστήθηκε, επιβεβαιώνοντας τον φόβο μου ότι ήταν αυτός που με κάποιο τρόπο είχε φθάσει το χαρτονόμισμα στα χέρια του και διαβάζοντας το γραμμένο μήνυμα, ένιωσε ότι έπρεπε να κάνει τα πάντα για να με γνωρίσει.
Ψέμματα δεν μου είχε πει, δεν είχε παραστήσει κανέναν, απλά εγώ ήθελα να πιστέψω ότι ο παραλήπτης για τον οποίο είχε στηθεί όλη αυτή η ιστορία, συνέχιζε να παίζει στο σενάριο που έστησα εγώ, προσθέτοντας το δικό του εσάνς στην όλη κατάσταση.
Το παρασκήνιο είχε ως εξής. Ο φοιτητής μου είχε κρατήσει το τηλέφωνο, όμως – είπαμε δεν το είχε- χρησιμοποίησε το χαρτονόμισμα ξεχνώντας να σβήσει το τηλέφωνό μου από επάνω…
Τα χαρτονόμισμα έφθασε στα χέρια ενός που – από το πως ανταποκρίθηκε στις περιστάσεις- το είχε και το παραείχε, ο οποίος μου τηλεφώνησε πρώτος και φυσικά με συνάντησε πρώτος, φροντίζοντας για ένα δίμηνο να με πείσει ότι δεν πρόκειται για κανέναν μανιακό δολοφόνο με το πριόνι.
Ο επίδοξος ντόκτορ, μου τηλεφώνησε κάποιες μέρες μετά. Βγήκαμε, κόντεψα να πάθω κρίση υστερικού χασμουρητού, γαμώ το ένστικτό μου, φυσικά δεν έμαθε ποτέ τη μαλακία που έκανε και άφησε τον αριθμό μου έκθετο, απλά δε με ξαναείδε ποτέ έκτοτε… Παίζει και να νομίζει ακόμα πως κατετάγην εθελοντικά στο στρατό, ή πρόσφερα εθελοντική εργασία στα παιδάκια της Αφρικής ή απλά πήγα για τσιγάρο στο περίπτερο και δεν ξαναγύρισα. Σε κλισέ τύπους , ό,τι κλισέ και να σερβίρεις γίνεται ευχαρίστως αποδεκτό.
Η σχέση με τον άγνωστο κράτησε περίπου ένα οχτάμηνο και για τα επόμενα 2 χρόνια παρέμεινε ένας φίλος πολύ σημαντικός, ο οποίος ήταν πάντα δίπλα μου σε όποια τρέλα έβαζε το μυαλό μου, απλά ο ίδιος είχε άλλα μονοπάτια ζωής πλέον και εγώ ήμουν μόλις 22.
Άκουγα σαν τρελή Morisson, Lennon και Joplin, πίστευα πως σε άλλη ζωή, θα ήμουν ένα πρώτης τάξεως Μάταλο, σχεδίαζα διακοπές ανελλιπώς, γούσταρα τα πάρτι με πολύ χορό και ήμουν έτοιμη να ερωτευτώ μέχρι λιποθυμίας… ξανά.
Το να ξέρεις να λες ιστορίες, είναι κάτι μαγικό.
Το να ξέρεις να φτιάχνεις ιστορίες όμως είναι καθοριστικό... Μοιραίες, ωραίες, διαφορετικές… να γεμίζεις αναμνήσεις από αυτές που δε σου επιτρέπουν ποτέ να ζήσεις κάτι λιγότερο από ό,τι σε εκφράζει και σου ταιριάζει.
Αναμνήσεις που σου θυμίζουν ότι σημασία δεν έχει το τι έχει περάσει ή τι ακολουθεί. Σημασία έχει η στιγμή που οφείλεις να την κάνεις ανάμνηση, αντάξια της ζωής που σε έχει διαλέξει και έχεις διαλέξει με φαντασία και πάθος. Να ζεις το τώρα στο φουλ… ακόμα κι αν είναι λάθος… το δικό σου λάθος!