Οι παραλίες της καλοκαιρινής ραστώνης είχαν πάντα ιδιαίτερο ανθρωπιστικό ενδιαφέρον. Κόσμος, λαός και χαλαπαταγή. Κάθε καρυδιάς καρύδι. Παιδάκια, μανούλες. Νέοι που βγάζουν το άχτι τους στις ρακέτες. Κυρίες που λούονται ανταλάσσοντας μυστικά για τα γεμιστά και για χαμηλή χοληστερίνη.
Και εκεί, μεταξύ freddo και ουζοποσίας ένα ενδιαφέρον ζευγάρι ετοιμάζεται να δροσιστεί. Εκείνος τιγρέμπορας στο μήνα του, με τρίδυμα (μάλλον εξωσωματική). Τα μαλλιά σκορποχώρι στο άνω διάζωμα , το μαγιό σιχτιρίζει την ώρα και τη στιγμή και η σύνταξη και το ΕΚΑΣ στο λογαριασμό. Εκείνη περί τα 23. Λυγερόκορμη, μελαχρινάκι – με πότισες φαρμάκι.
«Κοίτα» σκέφτομαι, η αγνή του λιμανιού. «Ο πατέρας μαυροχαλίδης και η κόρη κουκλάκι ζωγραφιστό. Υπάρχει ελπίδα. Το γονίδιο εξελίσσεται». Και αφού βουτάνε στα γάργαρα νερά, αντιλαμβάνομαι ότι ο πατέρας είναι περαν το δέοντος διαχυτικός. Και αγκαλίτσες και φιλάκια και τρελλοζουζουνίσματα. «Μπαα, το γονίδιο δεν έχει καμιά τύχη. Ο τιγρέμπορας το γοήτευσε το πιπίνι».
Την επομένη συναντάμε το ίδιο χαριτωμένο ζευγάρι σε παραλία έμπροσθεν κυριλέ ξενοδοχείου και μετά από πιεστικό μαρκάρισμα ανακαλύπτω ότι ο χασάπακλας με το μπιμπελό διέμεναν εις το resort & spa και… δεν θέλεις να ξέρεις την τιμή του δωματίου.
Τους ξανακοιτάω. Καθαρίζω το ηλιακό ματοκιάλι μου και επιβεβαιώνω την αρχική εκτίμηση. Το αγόρι διατηρεί πάγκο, όχι στο μπάσκετ αλλά σε πολύ underground λαϊκή. Με οσκαρική ερμηνεία εισέρχομαι εντός των υδάτων την ώρα που αποφασίζει το ζεύγος λαφήνα-κόνδορας να δροσιστούν. Με μαεστρία Φέλπς κάνω ανέμελες απλωτές και το αυτί LUXOR δορυφορική με αποκωδικοποιητές, surround και τα πάντα όλα. «Δεν μπορεί» σκέφτομαι. Κάτι θα έχει ο άνθρωπος που είναι τραβηχτικόν και εγώ η επιφανειακιά κοιτάζω μόνο το κορμί ανακόντα. Ψάχνω να ακούσω κανένα έξυπνο σχόλιο, καμιά κουβέντα Βέλτσου, ένα γλυκό ρομαντικό λόγο. Άνθρακες ο θησαυρός. Ο τύπος ήταν πιο ρηχός και από το tefal για κρέπες.
Βγαίνω απογοητευμένη και προβληματισμένη. Ακολουθεί και το Ντάμπο με τη Χιονάτη. Εκείνος απλώνει το στιβαρό του κορμί στην ξαπλώστρα τ’ανάσκελα. Εκείνη απλή και απέριττη παίρνει το αντηλιακό και με πάθος, χάρη και υπονοούμενο το απλώνει εις την τριγρόμπακα. Όλος ο Σμόλικας καλύφτηκε με γαλάκτωμα που έκανε ένα ωραίο κανταΐφι με τη χλωρίδα που εφύετο σε αυτό το πλούσιο κορμί. Ήρθα και αναγούλιασα.
Και όπως αγνάντευα τη δύση με στοχαστικό βλέμμα και άκρατο ρομαντισμό μου ήρθε ο πανικός συνειδητοποιώντας ότι αυτό το λελουδάκι ήταν με το SCANIA γιατί η πιστωτική του είχε όριο το υπερπέραν και της παρείχε υπηρεσίες λουξ. Και καλά αυτή πες μικρή τυχοδιώκτρια. Ο άλλος; Άνθρωπος της πιάτσας. Τι νόμιζε ότι το μοντελάκι τον ηράσθη για το κάλλος του; Προστυχιά και αφέλεια.
Αυτά να βλέπει ο Αντώνης και να επισπεύσει την άφιξη της ανάπτυξης γιατί η αλήθεια είναι ότι έτσι όπως πάμε η εκπόρνευση πλησιάζει.
Το μόνο καλό είναι ότι θα βρει παρέα ο μπαμπάς της ένα συνομήλικο να παίζουν πόρτες. Αν και εγώ θα έλεγα στο μελανουράκι να παίξει το συντομότερο… φεύγα, γιατί η πιστωτική του μπορεί να μην έχει όριο. Η ζωή όμως έχει.