Μπήκε στο αυτοκίνητο, διόρθωσε το μισοξεβαμμένο από το ποτό κραγιόν της και ξεκίνησε. Δεν σκεφτόταν πολλά, για την ακρίβεια δεν σκεφτόταν τίποτα. Έτσι κι αλλιώς δεν είχε να χάσει και κάτι. Ό,τι και να γινόταν θα το ζούσε. Εκείνος που αγαπούσε είχε εξαφανιστεί εδώ και μήνες. Καιρό τώρα ήταν και ένιωθε μόνη.
«Δεν γαμιέται, θα φύγω» σκέφτηκε ένα βράδυ και κάπως έτσι παρορμητική όπως ήταν πάντα έκλεισε τα εισιτήρια. Προορισμός το Νησί. Το μοναδικό ίσως μέρος που το ήξερε και από την καλή και από την ανάποδη. Εκεί που ποτέ δεν αναγκάστηκε να προσποιηθεί κάποια άλλη. Εκεί που οι άνθρωποι σε δέχονται όποιος και να είσαι, ό,τι κι αν είσαι αρκεί να χαμογελάς. Και αν μη τι άλλο αυτή εδώ η συγκεκριμένη πάντα χαμογελούσε. Ακόμα και στα δύσκολα, ακόμα και στα μόνα, πάντα έπιανε τον εαυτό της να χαμογελάει. Ίσως πίστευε πως έτσι ξόρκιζε το κακό.
Και κάπως έτσι, έφυγε… Μόνη με το αυτοκίνητο της, μια βαλίτσα και ένα sleeping bag. Χωρίς να έχει κάνει ούτε μια κράτηση, χωρίς κανένα απολύτως πρόγραμμα. Όλα τα άφησε στην τύχη. Μοιρολατρικά δέχτηκε εκ των προτέρων όσα θα επακολουθήσουν. Λίγο πριν δέσει το καράβι στο νησί η καρδιά της χτυπούσε δυνατά γεμάτη ανυπομονησία. Είχε έρθει για να το ζήσει.
Και το έζησε με όλη της το είναι… Έφυγε στα τυφλά και γύρισε έχοντας δει τα πάντα…
9 μέρες και 8 νύχτες μόνη της εκεί που όπου και αν κοιτάξεις βασιλεύει το άσπρο, το γαλάζιο, ο έρωτας και η ζωή.
*************
… Τον κοιτάζει ξαπλωμένο δίπλα της. Κοιμηθήκανε μαζί. Βρίσκονται σε ένα μικρό δωμάτιο με ένα παλιό ανεμιστήρα να γυρίζει αριστερά και δεξιά. Είναι γυμνοί. Τον αγκαλιάζει. Της αρέσουν οι αγκαλιές, τις έχει ανάγκη. Ακόμα και τώρα εδώ σε αυτό το δώμα, ακόμα και από αυτόν που ούτε καν τον ήξερε. Του ψιθυρίζει αν θυμάται τι έγινε χθες. Της απάντα καταφατικά και την αγκαλιάζει και αυτός. Σηκώνεται. Στέκεται γυμνή στο παράθυρο. Το σκηνικό θυμίζει κάτι από πίνακα ζωγραφικής. Όλα γύρω της είναι κατάλευκα και από το μπαλκόνι εκτείνεται το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας. Κλείνει τα ματιά της και φυλακίζει την στιγμή. Ντύνεται και φεύγει.
… Είναι 3 τα ξημερώματα, το γλέντι έχει ξεκινήσει από ώρα. Στριμωγμένα, ιδρωμένα κορμιά παλεύουν για μία θέση στο ασφυκτικά γεμάτο από κόσμο μαγαζί. Παντού ρέει άφθονο αλκοόλ και εκείνη μέσα στην μέση χορεύει με διονυσιακό πάθος μόνη της. Είχε έρθει για να το ζήσει και το ζούσε. Δεν την ένοιαζε πόσο θα πιει ή αν θα παραπατάει φεύγοντας. Το τώρα ζούσε και το τώρα της το πρόσταζε η μουσική. Αυτή κυριαρχούσε τα βήματα της, τα πόδια της, το κορμί της. Γελάει, πίνει, γνωρίζεται, μιλάει, αστειεύεται, τους αγαπάει και την αγαπούν… αγαπιέται…
… Ξημερώνει. Νιώθει ζαλισμένη, αλλά δεν την νοιάζει. Το γλέντι συνεχίζεται αλλού. Ακολουθεί κι εκείνη. Χορεύει μέχρι πρωίας. Η ζωή είναι μικρή ρε! Δεν την νοιάζουν τα πρέπει, παρά μόνο τα θέλω της. Κοιτάζει το ρολόι της. Είναι 08.40 το πρωί. Χαμογελάει πονηρά. Θυμάται έναν παλιό της γκόμενο που κάθε φορά που εκείνη γούσταρε να το ξενυχτήσει λίγο παραπάνω την ρωτούσε υποτιμητικά αν ήταν ακόμα 18 χρονών. «Άντε γαμήσου, όσο θέλω είμαι». Δεν είναι 18, αλλά είναι ακόμα μικρή και το κυριότερο νιώθει πολύ μικρότερη.
… Είναι μεσημέρι. Φοράει το πολύχρωμο μαγιό της και πάει στην αγαπημένη της παραλία. Το κορμί της είναι μαυρισμένο. Δείχνει υγιές και γυμνασμένο. Όλο το χειμώνα χτυπιόταν στις πρόβες. Κάθε βράδυ γυρνούσε σπίτι της κουρασμένη, εξαντλημένη αλλά γεμάτη. Ναι, αυτό την γέμιζε, αυτό γούσταρε να κάνει και θα το έκανε για όσο είχε την δυνατότητα. Ξανασκέφτηκε εκείνο τον γκόμενό της. Της είχε πει να σταματήσει το χορό. Χαμογέλασε… «Αντε ξαναγαμήσου!» Βουτάει. Το παγωμένο νερό της θάλασσας πέφτει καθαρτικά πάνω στο πρόσωπο της, στο σώμα της, στις σκέψεις της. Ξαπλώνει ανάσκελα και κλείνει τα μάτια. Ο ήλιος χτυπάει τα βλέφαρα της. «Ωραία που είναι η ζωή… σαν φως!».
Οι μέρες κυλάνε, γνωρίζει κόσμο, γλεντάει, γεύεται, απολαμβάνει. Κάποιος την ρωτάει αν μετάνιωσε που είχε έρθει στο νησί. Το σκέφτεται και απαντάει με ένα ηχηρό ΟΧΙ!
… Τελευταία μέρα, τελευταία νύχτα. Το σώμα της έχει αρχίσει και παραδίδεται στην κούραση. Το αψηφά και ντύνεται. Ενώ βάφεται ακούει μουσική και τραγουδάει δυνατά. Γελάει μόνη της. Βγαίνει. Αυτή την φορά συνοδεύεται. Της αρέσει να την συνοδεύουν, νιώθει ασφάλεια. Περπατάνε χέρι χέρι, χάνονται στα σοκάκια και εκείνη λάμπει. Την σταματά. «Σε κοιτάνε όλοι», της λέει. Σηκώνει τους ώμους της αδιάφορα. Δεν το έχει προσέξει. Τον κοιτάει στα μάτια και με φωνή βραχνή από τα συνεχόμενα ξενύχτια, σχεδόν μεθυστική του λέει «Νιώθω νέα και όμορφη».
Την φιλάει…
*************
Μάζεψε τα πράγματα της και έφυγε. Προσπαθούσαν να την πείσουν να ξαναγυρίσει με την επόμενη άδειά της. Επέλεξε να μην το κάνει. Οι ιστορίες χάνουν κάτι από την μαγεία τους όταν επαναλαμβάνονται. Ό,τι ήταν να ζήσει, το έζησε. Θα κρατούσε για πάντα στην καρδιά της όλα όσα έγιναν. Όλους όσους γνώρισε. Ειδικά στο τελευταίο στάθηκε πολύ τυχερή, ευλογημένη. Είχε διασταυρωθεί με ανθρώπους που για έναν περίεργο λόγο την καλοδέχτηκαν σαν να την περίμεναν. Και εκείνη έτσι ένιωθε. Όλα βρέθηκαν στο κατάλληλο σημείο την κατάλληλη στιγμή. Δεν πιστεύει στην συνωμοσία του σύμπαντος, αλλά πιστεύει στην μοίρα και αυτή τη φορά η μοίρα της είχε κλείσει το μάτι.
Επιστρέφει. Ξαπλώνει στο κρεβάτι της και κλείνει τα μάτια της. Εκατοντάδες εικόνες στροβιλίζονται στο μυαλό της. Καταγάλανα νερά, χρυσές αμμουδιές, ηλιοβασιλέματα, χαμογελαστά πρόσωπα, άντρες, γυναίκες, γνωστοί, φίλοι, γέλια. Ένα μεγάλο κουβάρι αναμνήσεων. Ο δικός της μίτος. Μόνο που αυτός δεν ήταν μπλεγμένος. Δεν υπήρχε πουθενά λαβύρινθος. Όλα έμοιαζαν σαν να είχαν βρει την λύση τους, τον δρόμο τους.
Προσπαθεί να θυμηθεί πως ένιωθε πριν φύγει. Δεν θυμάται πια. Σημασία έχει πως νιώθει τώρα και τώρα νιώθει γεμάτη, δυνατή, σχεδόν ευτυχισμένη και κυρίως ήρεμη…
Χαμογελάει… Αυτές οι διακοπές πάντα θα τις θυμίζουν την ανεμελιά που άργησε να ζήσει, την απόλυτη ελευθερία που αναζητούσε και την γλυκόπικρη μοναξιά που ενώ πάντα την φόβιζε, είχε μάθει πλέον να την σέβεται.
Αποκοιμήθηκε…