Έχω μια μάνα σαν παλιά ρεμπέτικη ορχήστρα, στρωτοί ήχοι, συχνότητες ηρεμιστικές και δεν ξέρει από κούραση. Κι αυτή έχει έναν άντρα με δόντια σαν τα πλήκτρα του ακορντεόν που παίζει και μια στραβωμένη πλάτη σα να έχει καταπιεί μπαγλαμαδάκι. Αλλά τι ξέρω εγώ μωρέ από τέτοια; Εγώ είμαι δυο πικάπ κι ένας μείκτης, sample ανθρώπου αγνώριστου, σαν κακή ασπρόμαυρη φωτοτυπία μουσικού οργάνου που ποτέ δεν έμαθα να παίζω. Το μόνο που ξέρω είναι ότι κάπου κάτω από την γλώσσα μου κοιμάται μια επική ιστορία που αξίζει να ειπωθεί, οπότε μιλάω αδιάκοπα και γράφω διαρκώς μπας και βγει η άτιμη κάποτε, χύνω δάκρυα από τα μάτια να την ξελασκάρω να βγει σαν καταρράκτης ίσως, να σας βαφτίσω κι εσάς με πράγματα που είδα και που φαντάστηκα, σα να σπάει πυροσβεστικός κρουνός να σας κάνω μούσκεμα από αυτά τα ωραία τα μπουγέλα τα καλοκαιρινά που δεν χορταίνεις και μόνο γελάς. Κι αν πληρώνετε τώρα 2 ευρώ το λίτρο τη βενζίνη, φαντάσου πόσο θα μπορώ να σας χρεώνω το οξυγόνο τότε.
Όταν ήμουν μικρός ρουφούσα όσο πιο βαθιά μπορούσα να γεμίσω Ιούλιο τα πνευμόνια μου, κρατούσα σε μια χούφτα το γλυκό βραδάκι στο ένα χέρι. Το έσφιγγα, ήταν όμηρός μου και ρωτούσα τον μήνα γιατί έχει μόνο 31 μέρες και μήπως χωρούσαν κι άλλες γιατί δεν χόρτασα παιχνίδι με τους φίλους μου, δεν έχουμε ακόμα αφεντικά κι ότι θέλουμε κάνουμε να ‘ουμ..Η ζωή είναι ατελείωτη σαν το νερό από το λάστιχο στον κήπο, μια ζωή χωρίς κοφτερές γωνίες, όλη γκαζόν και άμμο και τα τέρατα είναι μόνο στα βιβλία, τα κόμικ και τις ταινίες που βλέπουμε στα κλεφτά από το μπαλκόνι στο θερινό σινεμά δίπλα στο σπίτι του Πάνου. Στην Ελλάδα που μεγάλωσα οι γυναίκες είχαν πιασίματα, τα πιάτα ήταν πάντα γεμάτα και η φύση έδινε φρούτα σε όλους παντού. Τώρα φαίνονται τα κόκαλα στα κορίτσια, μίκρυναν οι μερίδες και τα φρούτα τα βλέπεις μαζεμένα μόνο στις χωματερές. Αν πλύνεις με το λάστιχο το αμάξι θα σε κράξουν όλοι, ξεράθηκε το γκαζόν και πονάει αν πέσεις. Αράχνες θα πιάσουν στη ντουσιέρα έτσι όπως πάμε και οι βρύσες θα είναι ρουλέτα κάθε φορά αν θα βγάλουν νερό. Τα παιδιά μου θα ξεχάσουν πως τρέχει το νερό, πως το κοιτάς μαγεμένος να τρέχει πάνω σου, πως κάνει λιμνούλες στον δρόμο, πως μυζηθριάζουν τα δάχτυλα μετά από ώρα. Θα τα πάω τα εγγόνια μου σε συντριβάνι να τους πω ότι κάποτε πετούσαμε νομίσματα κι ευχόμασταν να μην τελειώσει το καλοκαίρι.
Θα χτυπήσει το νόμισμά μου στο άδειο σιντριβάνι, να κουδουνίσει στις πέτρες να το πάρω χαμπάρι ότι μεγάλωσα και τέλειωσε το νερό το πολύ Εγώ μόνο ιστορίες λέω κι αλίμονο αν τις πιστεύουν ακόμα και τα εγγόνια μου γαμώτο.. Ξεράθηκε η γλώσσα μου, βάλε κάτι να πιω εγγονάκι μου και στο ράδιο λίγο Τσιτσάνη αν μπορείς, κάτι θέλω να σκεφτώ.
Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης είναι φιλόσοφος, ποιητής, συγγραφέας και πολύ μέτριος στο μπουγέλο.