Βρέθηκα πρόσφατα σε δημοφιλές ελληνικό νησί. Με φιλοξένησαν ευκατάστατοι, ευγενικοί και καλαίσθητοι άνθρωποι με σχετική βίλα και πισίνα σε γειτονιά που μαζεύεται πολύ Κολωνάκι και άλλοι πλούσιοι Αθηναίοι. (Αυτοί που δεν είναι Μύκονο.) Έκανα κεφάλι κουρούμπελο από τον ήλιο, μια σκιά της προκοπής δεν έχει εκεί πέρα. Κάτι μίζερα δεντράκια και θάμνοι αραιά και που.
“Ε, δεν είναι φανταστική η θέα;” με ρώτησαν.
Τι να πω, δεν λέω ποτέ ψέματα, οπότε άλλαξα θέμα διακριτικά. Μπροστά μας άλλες αντίστοιχες ψευτονησιώτικες βίλες με πισίνες, κάνα δυο που είχαν μείνει στα μπετά και κάπου στο βάθος το Αιγαίο και άλλα νησιά. Μάλλον αυτά εννοούσαν ως “φανταστική θέα” αλλά δεν έχω τόση φαντασία για να ξεπεράσω την ελληνική γυφτιά στο προσκήνιο και να επικεντρωθώ στα άλλα. Ευτυχώς που δεν πήγα “για μπάνιο” να στριμωχτώ στην παραλία, να χρυσοπληρώσω ομπρέλα (που έπρεπε να βάλεις βύσμα να βρεις τέτοια ώρα λέει) και να χαιρετίσω το υπόλοιπο Κολωνάκι που δεν χαιρέτησα στο πλοίο ερχόμενος.
Ένα από τα πράγματα που μπορείς να κάνεις για να διασκεδάσεις είναι να βάλεις 2-3 Έλληνες να βοηθήσουν κάποιον τουρίστα να διαλέξει πιο ελληνικό νησί πρέπει να επισκεφτεί.
“Α, Μύκονο οπωσδήποτε. Έχει και νυχτερινή ζωή, είναι και πανέμορφο.”
-Τι λες βρε; Σίφνο θα πάει που είναι πιο κοντά. Έχει και λιγότερους gay.
“Βρε είστε χαζοί και οι δυο. Αν δεν πάει Σαντορίνη, τι θα πει όταν γυρίσει;”
Η μάχη μπορεί να συνεχιστεί επί ώρα με διάφορα επιχειρήματα και αντεκλήσεις. Άλλος τονίζει την ηρεμία, άλλος τις παραλίες, άλλος το φαγητό. Το καθένα από τα πολλά νησιά μας έχει πολλά να πει. Και ο κάθε Έλληνας έχει ζήσει στιγμές με παρέα, με το ταίρι, με την οικογένεια ή μόνος του σε αυτά. Βέβαια δεν έχει πάει σε όλα τα νησιά αλλά δεν πειράζει. Προφανώς αυτά που έτυχε να πάει ή αυτό που πηγαίνει κάθε χρόνο είναι το καλύτερο.
Αντικειμενικά πράγματα.
Ταυτόχρονα υπάρχει μια παραδοσιακή…μιζέρια στο θέμα. Πριν πάμε γκρινιάζουμε που είμαστε ακόμα στο γραφείο. Ζηλεύουμε όσους είναι σε νησιά, τους βρίζουμε ενίοτε. Όταν ξεκινάμε το ανακοινώνουμε και πάμε σαν βασιλιάδες. Μόλις φτάσουμε αρχίζουμε την γκρίνια. Για τις τιμές, τα δωμάτια, την ταβέρνα, τον βλάκα που παρκάρει στην μέση της παραλίας, την χοντρή που ταΐζει υπερβολικά το παιδί της. Στο ενδιάμεσο κάνουμε σχιζοφρενικά περάσματα από ελεγείες για την απύθμενη ομορφιά, τις καλύτερες παραλίες του κόσμου ή την φοβερή ταβέρνα της ΚυραΚατίνας που δεν την ξέρει κανείς, ως το αυθαίρετο, τον κακό δήμαρχο και την ύπουλη πολυεθνική που θέλει να τα φάει όλα μια μπουκιά για πρωϊνό.
Σε όλο αυτό το ψυχολογικό σύμπλεγμα μπαίνει βέβαια και ο παράγοντας “παλιά εδώ”…παλιά εδώ δεν υπήρχε ούτε σπίτι! Ούτε ταβέρνα! Όταν πρωτοήρθα εγώ μικρός κυκλοφορούσαν ακόμα πτεροδάκτυλοι σου λέω!” Ενώ παλιά βέβαια γκρίνιαζε σαν τρελός που ήταν χωματόδρομος, τώρα γκρινιάζει που περνάνε γρήγορα τα αμάξια. Μια φορά περπάτησε το μονοπάτι για την παραλία και θα το λέει και στα δισέγγονά του. Έβριζε που δεν είχε νυχτερινή ζωή η Χώρα και τώρα βρίζει που κάνουν φασαρία όταν προσπαθεί να κοιμήσει το μωρό…
Και στο διπλό μπλέξιμο της παράνοιάς μας βάλ’τε και το οικονομικό… Γιατί βέβαια “εγώ έκανα τρεις μήνες διακοπές με ένα πεντοχίλιαρο μικρός. Έτρωγες με δυο δραχμές σουβλάκι, δωμάτιο 10 δραχμές, ε, καταλαβαίνεις τώρα, δεν χρειαζόμασταν τίποτα άλλο!” Από την μία θέλουμε όταν είμαστε διακοπές να ξοδεύουμε και να μην αγχωνόμαστε. Να πλακωνόμαστε στην ταβέρνα ποιος θα πληρώσει τον λογαριασμό και να παραγγέλνουμε φαγητά αρκετά για τριάντα άτομα αν και είμαστε δυο ζευγάρια μόνο. Να μένουμε σε ωραία δωμάτια και να εξηγούμε την άποψή μας για τον ποιοτικό τουρισμό που δεν καταλαβαίνει “ο βλάχος εδώ που κάνει αρπαχτή”. Από την άλλη γκρινιάζουμε ότι “δεν βγαίνει” και πήγαμε λιγότερες μέρες φέτος γιατί δεν είχαμε.
Δεν πιάνω καν την επίπτωση των social media και του internet στην όλη φάση. Σε επόμενο άρθρο….