Το μονοπάτι κατηφόριζε προς το χωριό έτσι όπως πρέπει. Πυκνό δάσος, σχεδόν σε τούνελ περπατούσαμε. Μεθυστικές μυρωδιές από τα φυτά που σαν ζούγκλα έπνιγαν το στενό παλιό καλντερίμι καθώς πλησιάζαμε τα σπίτια. Νερά παντού. Μετά από τόσες ώρες στο λιοπύρι στις ψηλές κορφές πραγματικό βάλσαμο το κελάρισμά τους και μας παράβγαιναν προς την πάνω πλατεία.
Η στάση στο χωριό ήταν προγραμματισμένη. Είναι πενταήμερη διάσχιση στην Πίνδο αυτή που έχω κάνει πολλές φορές. Το απρόοπτο όμως ήταν η χαλασμένη μπότα. Παίρνω συχνά μαζί μου στο βουνό ανθρώπους που δεν έχουν ξαναπάει και τα έχω δει όλα νομίζω. Μια φορά ο φίλος μου ο Μελέτης με έκπληξη είδε την σόλα του να ανοίγει στην μέση την πρώτη μέρα ανάβασης. Καλή μάρκα ήταν αλλά τα κακοτράχηλα ελληνικά βουνά δεν αστειεύονται. Το σημερινό πρόβλημα ήταν ευτυχώς λιγότερο δραματικό. Απλά είχε ξεκολλήσει. Βέβαια έτσι δεν μπορούσε να περπατήσει ο άνθρωπος και το μπάλωμα της κατάστασης εκ μέρους μου με ένα κορδόνι δεν θα άντεχε πολύ ακόμα.
Θυμόμουν ότι παλιά υπήρχε τσαγκάρης σε αυτό το χωριό. Σε κάποιο στενό. Το οποίο θα έψαχνα μετά το άραγμα στην πλατεία. Παραδοσιακή ελληνική ορειβασία. Από τον καφενέ στα κοψίδια. Ενίοτε περπατάμε κιόλα. Μεταξύ αυτών ψάχνουμε δικαιολογίες. Οι ερωτήσεις προς τους γεράκους της περιοχής είναι απολύτως απαραίτητες. Πήρα το σωστό ύφος του κάπως χαζούλη τουρίστα για να τους καλοπιάσω:
– Καλά θυμάμαι ότι υπήρχε εδώ τσαγκάρης;
Βουβαμάρα οι παπούδες. Περίεργο, πριν λίγο που τους είχα αρχίσει τα πολιτικά, μια χαρά λαλίστατοι ήταν. Μήπως δεν με άκουσαν;
– Λέω ένα μικρό μαγαζί, αν το θυμάμαι καλά, είχε κάτι μεγάλες μαύρες μπότες που έφτιαχνε και κάτι τέτοια.
“Α, ναι, τον Λάμπρο λες. Δεν το δουλεύει πια το μαγαζί.”
– Μήπως μπορούμε να τον βρούμε όμως να μας βοηθήσει λίγο; Χωρίς μπότα, θα χάσει ο φίλος μου το ποτάμι και την φοβερή θέα πάνω στην λίμνη!
Δεν ήταν πολύ ξεκάθαρη η απάντηση αλλά κατάλαβα ότι κάτι θα γίνει σχετικά με το πρόβλημά μας αργότερα. Με αυτή την ασάφεια των ανθρώπων στο χωριό που θεωρούν ότι εμείς οι πρωτευουσιάνοι όλο βιαζόμαστε. Κοιτάξαμε όλοι χωρίς να μιλάμε για λίγη ώρα την μεγάλη τηλεόραση με τους πέντε πολιτικούς στα παράθυρα. Τέλειωσα το γλυκό του κουταλιού και βγήκα έξω. Έβαλα το καθαρό μου μπλουζάκι και το μακρύ παντελόνι. Οι γέροι στο καφενείο είχαν σηκωθεί και κάτι συζητούσαν καθώς έδειχναν προς το μέρος μας. Επιτέλους.
“Φέρε το παπούτσι”. Του το δώσαμε. Είχα κάτι σαγιονάρες που θα ήταν μια χαρά ξεκούραση για το πόδι του όσο καθόμασταν στην ταβέρνα.
Μια χορτόπιτα και ένα κιλό παϊδάκια αργότερα άρχισα να σκέφτομαι την διανυκτέρευση. Γύρεψα τον παππού από το καφενείο να μάθω τι είχε απογίνει η μπότα.
“Ο Λάμπρος είπε ότι δεν θα την προλάβει σήμερα. Βρείτε κάπου να κοιμηθείτε και από αύριο έχει ο Θεός.”
Το πνεύμα μου ήταν πρόθυμο αλλά το πόδια μου εκτίμησαν την δικαιολογία για ξεκούραση. Άρχισα να τρέχω στο μυαλό μου τα πιθανά σενάρια αν φεύγαμε το επόμενο πρωί. Πως θα προλαβαίναμε να είμαστε κάτω στο ποτάμι για μπάνιο το μεσημέρι; Πως θα φτάσουμε στη λίμνη πριν σουρουπώσει; Θα αντέχουμε να ανεβούμε κορυφή με το σεληνόφως;
Πριν από όλα αυτά όμως έπρεπε τώρα να στήσουμε σκηνές για απόψε. Και να ελπίσουμε ότι ο γεροΛάμπρος αύριο θα έχει κολλήσει καλά την μπότα.
Για την συνέχεια της ιστορίας πατήστε εδώ – δεν διαβάζονται εύκολα στον υπολογιστή, το ξέρω. ; )
(Οι φωτογραφίες δεν είναι δικές μου – Γκουγκλίσιες είναι.)
Comments are closed.