(Το πρώτο μέρος της ιστορίας είναι εδώ)
Οι ήχοι του χωριού το πρωί πιστοποιούσαν ότι είμαστε πραγματικά στην μέση του πουθενά. Από τις έξι που πρωτοξύπνησα και χουζούρευα στον υπνόσακο άκουσα μόνο ένα αυτοκίνητο. Όλα τα άλλα ερεθίσματα, από την φρέσκια κοπριά που έφερε το αεράκι, ως την κάπνα από τις ξυλόσομπες, τα καμπανάκια και οι προτροπές του τσοπάνη, όλα ήταν απαράλλαχτα στους αιώνες. Μια ζωή που υπαγορεύει το τοπίο, σκληρό και αναλλοίωτο σαν τις θεόρατες κορφές που έσκυβαν από πάνω μας.
Μέχρι να φτάσουμε στον ΚυρΛάμπρο είχε πάει οκτώ. Δεν υπέθετα ότι θα τηρούσε πρωτευουσιάνικα ωράρια και βιαζόμουν για να προλάβουμε το νέο και βελτιωμένο πρόγραμμα που κλώσαγα στο μυαλό μου όλο το βράδυ. Γιατί ναι μεν είναι βατά τα περισσότερα μονοπάτια , αλλά αν τα πετύχεις την λάθος ώρα και τα κάνεις στο λιοπύρι, θέλεις διπλάσιο χρόνο και τριπλάσιο νερό. Χάρηκα που τον είδα έξω από το μαγαζί του να χτυπάει με δύναμη κάτι με το σφυρί. Περίμενα το κενό ανάμεσα στα χτυπήματα.
“Καλημέρα! Μήπως θα μπορούσαμε να πάρουμε εκείνη την ορειβατική μπότα;”
Δεν σήκωσε τα μάτια. Ήταν ψηλός άντρας και οι μυς στα μπράτσα του καθώς δούλευε εντυπωσιακοί. Από όσα είχα μάθει στο καφενείο πρέπει να ήταν κοντά στα ογδόντα. Αλλά όπως οι περισσότεροι εδώ στην Πίνδο, είχε δέρμα λείο και ροδαλό, ούτε πενήντα δεν τον έκανες. Τα φουντωτά φρύδια του μου έδειξαν με μια κίνηση ότι η μπότα ήταν μέσα, οπότε μπήκα στο τσαγκάρικο. Και είδα την μπότα. Ακριβώς όπως την έδωσα, στην σακούλα που είχα βάλει για να μην λερώνει. Έπιασα να την σηκώσω και η σόλα έπεσε.
Δεν την είχε ξεκινήσει καν!
“Μήπως θα μπορούσατε να την κάνετε μόλις τελειώσετε εδώ;” Κρατούσα την αρβύλα σαν να ήταν σκοτωμένο ζώο σχεδόν πάνω από το κεφάλι του. “Αν είναι δυο λεπτά υπόθεση για εσάς που ξέρετε από αυτά…θα το εκτιμούσαμε ιδιαίτερα. Έχουμε πολύ δρόμο ακόμα…”
Ο ΚυρΛάμπρος έμεινε με το σφυρί στον αέρα. Σηκώθηκαν τα φρύδια και με κοίταξε. Γκρι και γαλάζια τα μάτια του, πεντακάθαρα και γελαστά.
– Ναι, βέβαια, την κοιτάω αμέσως. Πηγαίνετε εσείς στον καφενέ και θα σας την φέρω σε λίγο.
Η αλήθεια είναι ότι στην βιασύνη μου να φύγουμε, είχαμε αρχίσει νηστικοί. Ήξερα ότι το πιο δύσκολο είναι να ξεκινήσεις. Στάσεις για κολατσιό έρχονται πιο εύκολα μετά την πρώτη ανηφόρα. Αλλά τα τηγανητά αυγά με φέτα και φρέσκο ψωμί σε τέτοια χωριά πάντα αξίζουν. Μας κέρασε και χυλοπίτες που είχε φτιάξει η γυναίκα του καφετζή. Τι “κέρασε” δηλαδή, ο λογαριασμός όλος μαζί ήταν μικρότερος από ότι ένας καφές στην Αθήνα. Είχε περάσει μια ώρα και πουθενά ο τσαγκάρης. Σηκώθηκα να πάω προς τα εκεί όταν τον είδα να έρχεται. Δυστυχώς όμως δεν κρατούσε τίποτα στα χέρια.
-Φάγατε; Όλα καλά; είπε με χαμόγελο και καλοσύνη.
“Μια χαρά όλα. Πανέτοιμοι να φύγουμε. Η μπότα τι έγινε;”
– Μην βιάζεσαι παλικαράκι μου! Έχει τελικά πιο μεγάλο πρόβλημα από ότι φαινόταν. Δεν είναι εύκολη δουλειά. Ήρθα να πιω τον καφέ μου γιατί δεν πρόλαβα το πρωί έτσι που με πήρατε όλοι από τα αυτιά. Θα την κάνω μετά.
Έκατσε σε ένα τραπέζι στην γωνία, μακριά από εμάς και τα έλεγε με δυο άλλους γέρους. Έπεσα στην παγίδα να ανοίξω το κινητό μου και χάθηκα για ώρα σε μηνύματα και απαντήσεις. Όταν τελείωσα κοίταξα κάπως τσαντισμένα προς το μέρος του. Με είδε και μου χαμογέλασε, ζήτησε λογαριασμό και έφυγε μετά από λίγο. Αποφάσισα να τον πάρω από πίσω και να κάτσω πάνω από το κεφάλι του μέχρι να τελειώσει. Η μπότα ήταν πλέον πάνω σε ένα μηχάνημα αλλά δεν φαινόταν να είχε πειράξει κάτι σε αυτήν. Την έβγαλε από το μηχάνημα και χάθηκε σε ένα πιο μέσα δωμάτιο με πολλά εργαλεία.
“Βρέθηκε η άκρη;” Μετά από δέκα λεπτά ησυχία δεν άντεξα να μην παρέμβω πάλι. Είχα αρχίσει να εκνευρίζομαι.
Ο ΚυρΛάμπρος βγήκε σκύβοντας για να μην χτυπήσει την χαμηλή πόρτα και κάτι μουρμούρισε.
“Δεν σας άκουσα καλά. Τι είπατε;”
Γύρισε την πλάτη του σε εμένα και έπιασε το τηλέφωνο καθώς μου τα ξαναείπε πιο δυνατά αυτήν την φορά:
-Δεν φτιάχνεται. Θα πάρω τηλέφωνο στα Γιάννενα να μου στείλουν αυτό που χρειάζομαι. Αν πάρω τώρα, προλαβαίνουμε το ΚΤΕΛ που φεύγει στις 11.30. Θα είναι εδώ δυο και κάτι. Να τους πω;” Είχε ήδη αρχίσει να χτυπάει τα νούμερα.
“Ναι…πείτε…” Προσπαθούσα να φανταστώ άλλους τρόπους να το χειριστώ. Είχα πολύ μικρότερο πόδι από τον φίλο μου οπότε δεν μπορούσα να του δώσω τις δικές μου μπότες. Και δύσκολα θα βρίσκαμε στο χωριό κάτι άλλο που να κάνει για τόσες ώρες πορεία με βάρος. Ακόμα πιο δύσκολα να το δεχτεί ο συνοδοιπόρος μου ο οποίος δεν ήταν και ο πιο έμπειρος, ούτε ο πιο καλόβολος σε κάτι τέτοια θέματα.
Το πρωϊνό πέρασε στο ποτάμι κάτω από το χωριό. Ξεκούραση, μπάνιο, καθάρισα μερικά ρούχα όπως τον παλιό καλό καιρό. Όταν μεσημέριασε ετοιμάσαμε τα σακίδια στην εντέλεια και πήγαμε στην ταβέρνα. Την ώρα που έφτανε το ΚΤΕΛ είχαμε χωνέψει και έτρεξα στο λεωφορείο να πάρω το πακέτο και να το πάω γρήγορα στον Λάμπρο. Αυτή την φορά καθώς βγήκε από το εργαστήρι του όμως με κοίταξε στα μάτια:
“Τι λέτε; Αφού τα καταφέρατε, δεν πειράζει, καλά ήταν που είδαμε και λίγο παραπάνω το χωριό.”
– Όχι, δεν καταλάβατε. Η μπότα δεν επισκευάζεται.
“Δηλαδή τζάμπα παραγγείλαμε με το ΚΤΕΛ και περιμέναμε;”
– Ναι.
“Αλλά εσείς δεν το ξέρατε. Ευχαριστούμε για όλο τον κόπο σας, πείτε μου τι χρωστάμε….”
– Παιδί μου δεν καταλαβαίνεις. Η μπότα δεν φτιάχνεται. Το ήξερα από χθες.
Σάστισα. Πρέπει να φαινόταν στο πρόσωπό μου ότι δεν ήξερα πως να διαχειριστώ αυτό που είπε. Ο φίλος μου τράβαγε να φύγουμε, κάτι έλεγε. Είχα θολώσει. Αν ήμουν στην πόλη θα είχα ήδη αρχίσει αντεπίθεση. Αλλά αυτός ο άνθρωπος ήταν προφανές ότι δεν είχε κακία μέσα του. Δεν ήξερα τι να πρωτοσκεφτώ.
“Δεν καταλαβαίνω. Αν το ξέρατε…γιατί;….”
O ΚυρΛάμπρος πήρε μια βαθιά ανάσα. Έβγαλε τα πράγματα από μια παλιά καρέκλα και έκατσε σαν να μην τον βάσταγαν πια τα πόδια του. Έγινε ξαφνικά ο ογδοντάχρονος γέρος που δεν φαινόταν χθες. Ψηλαφούσε νευρικά ένα κομμάτι δέρμα κομμένο για παπούτσι και νομίζω έτρεμε λίγο το πόδι του νευρικά.
– Αγόρι μου δεν μου χρωστάς εσύ. Εγώ σου χρωστάω μια συγνώμη και μια εξήγηση. Πάνε τόσα χρόνια που πέθανε η μάνα μου και είχα ξεχάσει αυτήν την ιστορία. Δεν πίστευα ότι θα ερχόσουν.
“Ότι θα ερχόμουν; Με ξέρετε; Μια φορά είχα περάσει από εδώ παλιά αλλά δεν σταματήσαμε, βιαζόμασταν να πιάσουμε την κορυφή πριν νυχτώσει…”
– Σε ξέρω. Σε ξέρω καλά.
Στο μυαλό μου σε πανικό έψαχνα μνήμες από την άλλη φορά που πέρασα από το χωριό. Έψαχνα στα ράφια του κεφαλιού μου που κουδούνιζε για τρόπους να καταλάβω, εικόνες από τα Γιάννενα, από άλλα ταξίδια εδώ γύρω, από ανθρώπους που ήξερα…τίποτα δεν μου ερχόταν, μόνο ζαλίστηκα.
– Αγόρι μου γλυκό, μου το΄χε προφητέψει ότι θα έρθεις.
Comments are closed.