Το δηλώνω ευθαρσώς: Προτιμώ να μπει στο σπίτι μου κλέφτης, τίγρη της Βεγγάλης, η Άννα Φόνσου ντυμένη Όσκαρ ή βουλευτής του ΚΚΕ γυμνός παρά κατσαρίδα.
Σκοπός του σύντομου χρονικού αλλοφροσύνης που ακολουθεί είναι η αλληλεγγύη που δένει όλους εμάς τους δυστυχείς φοβικούς. Έτσι, κάθε φορά που ένα απ’ τα ρυπαρά αυτά έντομα σας κάνει τη ζωή κόλαση και τα νεύρα ράστα, να ξέρετε πως κάπου κοντά σας ένας ομοιοπαθής υποφέρει εξίσου κι επιδίδεται σε ρεσιτάλ αυτογελοιοποίησης και καταβαράθρωσης της αξιοπρέπειάς του.
Μια δεκαετία πριν, στην ιδιαίτερη πατρίδα μου. Τρεις το βράδυ, μόνο στο σπίτι, το νεαρό και τροφαντό Κορτόπουλο κάθεται και βλέπει τις τσόντες του ήσυχα ήσυχα, όταν ξαφνικά απ’ το παράθυρο, με βόμβο μαγνητικού τομογράφου, μπουκάρει κατσαρίδα ιπτάμενη, μεταλλαγμένη απ’ το κοκτέιλ τοξικής μάκας του Θερμαϊκού, κι αρχίζει να βολοδέρνει το σαλόνι σαν λίαρ τζετ που ψάχνει διάδρομο για προσγείωση. Πρώτη κίνηση: Με πνιχτά ουρλιαχτά, ο γράφων τρέχει στο υπνοδωμάτιο κι επιστρέφει σαβανωμένος με σεντόνι σαν φάντασμα, διότι κι αν τη σκοτώσω και μου πέσει στο κεφάλι; Θάνατος.
Και φυσικά, επειδή δεν τολμώ να τη ζυγώσω, αρπάζω τηλεπεριοδικά απ’ το καλαθάκι του χολ κι αρχίζω να τα σβουρίζω στο ιπτάμενο τέρας. Και κάποια στιγμή -με λυπήθηκε ο Θεός; είδε η κατσαρίδα τη Ρούλα Κορόμηλά up close και λιγοθύμησε;- το θεριό πέφτει χάμω, οπότε κι εγώ τρέχω, αρπάζω απ’ τη βιβλιοθήκη τα Άπαντα του Σουρή (πέντε τόμοι βάρους νταμαρόπετρας) και τη θάβω όπως έθαψε ο Ζευς την Έχιδνα κάτω απ’ την Αίτνα. Ναι, αλλά ακόμα κι αν τα κακάρωσε, τολμώ να σηκώσω τους τόμους, να μαζέψω το πτώμα, να το ρίξω στον απόπατο και να τραβήξω το καζανάκι; Δεν τολμώ. Οπότε, καίτοι η ώρα ήταν τέσσερις τα χαράματα, παίρνω την κολλητή μου που έμενε δίπλα, την ξυπνάω και με ικεσίες κι αναφιλητά της ζητώ να ’ρθει για την αποκομιδή της σορού.
Τρία χρόνια μετά, επιστρέφοντας από ολονύχτιο ξεπαρτάλιασμα, βρίσκω στην είσοδο της πολυκατοικίας, ξαπλωμένη σαν οδαλίσκη του Ενγκρ, μια κατσαριδούκλα ίσαμε ένα καρβέλι – μέχρι τι χρώμα μάτια είχε έβλεπες, μιλάμε για θηρίο ανήμερο, που τι να του κλάσουν ο Λεβιάθαν και η Πόρνη της Βαβυλώνας με τα εφτά κεφάλια και τα δέκα κέρατα και τα δύο εξοχικά στο Θεολόγο. Πρώτη αντίδραση: Πάρε τα λεφτά και πέτα. Τουτέστιν, βγάζω απ’ τις τσέπες μου ό,τι κέρματα είχα, κι αρχίζω να τα πετάω στην κατσαριδομάνα, μπας και ξεκουμπιστεί. Πού τέτοια τύχη. Χρειάστηκε να περιμένω δύο ώρες με το ρολόι, μέχρι που ξημέρωσε κι ένας ευλογημένος γείτονας γύρισε, οπότε προσποιήθηκα πως είχα μόλις γυρίσει κι εγώ και προχωρώντας διακριτικά και κάπως πλαγιαστά στο κατόπι του κατάφερα να φτάσω στην είσοδο – και τότε ο άνθρωπος λέει: «Τι είν* αυτά τα κέρματα;» και σκύβει να δει, οπότε κι εγώ του χώνω μια κωλιά, πατάω τον κωδικό, χιμάω μέσα κι ανεβαίνω τις σκάλες δέκα δέκα. Μόνο ύστερα από δύο σπιτικά τζιν-τόνικ (id est, σκέτο τζιν) κι ένα Ζάναξ κατάφερα να ηρεμήσω.
Κι έκτοτε, άλλες τόσες και περισσότερες ιστορίες ταπείνωσης με ουρλιαχτά, ταχυκαρδίες και θεατρικά δρώμενα: να φωνάζω μες στη μαύρη νύχτα κολλητούς και γείτονες να ’ρθουν να μου σκοτώσουν το αποφώλιον τέρας, πετώντας τους τα κλειδιά απ’ το μπαλκόνι, ενώ έχω σκαρφαλώσει στον καναπέ και απαιτώ να δω (από απόσταση πέντε μέτρων μίνιμουμ) το πτώμα και ν’ ακούσω το καζανάκι να το μεταφέρει στο επέκεινα των υπονόμων.
Δυστυχώς, αντί ν’ ατονεί με τα χρόνια, η φοβία μου αντιθέτως γιγαντώνεται, σε σημείο που αδυνατώ πλέον ακόμα και να ξαναδιαβάσω τη Μεταμόρφωση, διότι, και μόνο που σκέφτομαι τα σημεία όπου ο Κάφκα περιγράφει τα ποδαράκια του Γκρέγκορ Σάμσα και πώς το μήλο σκαλώνει κάτω απ’ τις φολίδες της ράχης του, μου ’ρχεται να πάρω την πρώτη πτήση για Πράγα, να πάω στο μνημούρι του μεγίστου συγγραφέως και να του αδειάσω δυο κουτιά Raid στα ασάλευτα, στωικά, πεθαμένα του μούτρα.
Έτσι λοιπόν, φίλες και φίλοι που τυραννιέστε κάθε καλοκαίρι από τον ίδιο τρόμο, που κάνετε ανάποδο τροχό κάθε φορά που βλέπετε μια φευγαλέα κίνηση στον πάγκο της κουζίνας και ψεκάζετε φονικά φυτοφάρμακα ακόμα και στις μασχάλες σας, να θυμάστε: Δεν είστε μόνοι. Είμαστε πλήθος, λεγεών. Θα μπορούσαμε μέχρι και στις βουλευτικές να κατέβουμε, καθότι η φοβία που μας ενώνει είναι υπερκομματική.
(Μα απ’ την άλλη, να γλυτώσεις απ’ τα εξάποδα παράσιτα και να βρεθείς περιτριγυρισμένος απ’ τα δίποδα; Ούτε ο κύριος Σάμσα δε θα το άντεχε.)
Αυγ. Κορτώ – Ο άνθρωπος που έτρωγε πολλά