Στα Αθηναϊκά καφενεία της εποχής εκτός από τα πολιτικά, τα καμώματα των ληστών κυριαρχούσαν. Τον καιρό εκείνο οι ληστείες στα περίχωρα των Αθηνών ήταν ένα καθημερινό γεγονός. Παρά τις συνεχείς προσπάθειες ήταν δύσκολο να βρεθούν τα λημέρια των ληστών που ήταν στις παρυφές της πόλης των Αθηνών. Η Αττική ήταν ακόμη γεμάτη από πυκνά ρουμάνια και δάση. Φανταστείτε οι Αμπελόκηποι ήταν αμπελώνες και τα Μεσόγεια είχαν πυκνά δάση με βελανιδιές και πεύκα που οι ντόπιοι κυνηγούσαν μέχρι και αγριογούρουνα.
Οι ληστές Νταβέλης, Κακαράπης, Γιαγκούλας, Αρβανιτάκηδες και άλλοι, όλοι τους παιδιά της φτώχειας της αδικίας αλλά και της αναρχικής νοοτροπίας τους, έχουν εισχωρήσει στην περιοχή του μύθου και παραμένουν ακόμη γοητευτικά.
Για τον μύθο αυτόν, γίνονται ληστές για να εκδικηθούν την κοινωνία που λόγω χαμηλής καταγωγής τους είχε καταφρονέφει. Καταφεύγουν στην παρανομία και λεηλατούν τα περίχωρα των Αθηνών. Οι Αθηναίοι καταβάλλουν αντίτιμο σε αυτούς για να μπορέσουν να περάσουν τα περάσματα που ελέγχουν.
Κάποιες φορές, τις περισσότερες ίσως, η προφανής αφορμή είναι η εκδίκηση για ένα φόνο. Κάποιες άλλες, η «άτιμη η κοινωνία » που τους αρνείται το δικαίωμα να στεφανωθούν το ταίρι που αγαπούν. Έτσι η εκδίκηση στην περίπτωση αυτή είναι τρομερή και προϋποθέτει έως τον φόνο του αντεραστή – γαμπρού, των γονιών της νύφης ή και της ίδιας της άπιστης.
Οι λήσταρχοι απασχόλησαν την Αττική σχεδόν ένα αιώνα μέχρι το 1925 Όλοι τους τελικά έβαλαν τα κεφάλια τους στον τορβά.
Ο Μπαϊρακτάρης το αντίπαλο δέος των λήσταρχων.
Το 1893 όταν συστάθηκε η στρατιωτική αστυνομία, (με τον νόμο ΒΡΠΗ’ στις 20 Μαρτίου 1893 διορίσθηκε με τον βαθμό του ταγματάρχη Αστυνομικός Διευθυντής Αθηνών αφήνοντας αναμνήσεις από πλούσια σε αριθμό περιστατικά κατά τον διωγμό των ληστάρχων αλλά κυρίως των τότε μαγκών και κουτσαβάκηδων που μάστιζαν το κέντρο της Αθήνας.
Ο «ΜΑΓΚΑΣ» ήταν άντρας των λαϊκών αστικών στρωμάτων που χαρακτηριζόταν από υπερβολική αυτοπεποίθηση ή έπαρση, καθώς και από ιδιάζουσα εμφάνιση ή συμπεριφορά. Ήταν ευκατάστατος, κοινωνικός, οξυδερκής αποδεκτός από όλη την γειτονιά. Η κάθε γειτονιά είχε τον μάγκα της. Ο λόγος του ήταν συμβόλαιο «είχε μπέσα». Ο μάγκας εκτελούσε τον ρόλο του αστυνομικού και του δικαστή στην γειτονιά που ανήκε. Όταν οι παλιοί αθηναίοι είχαν μικροδιαφορές μεταξύ τους πηγαίνανε στον μάγκα για να τις λύσει. Αυτός που δικαιωνόταν έδινε τον οβολών του στον μάγκα και αυτός που δεν δικαιωνόταν ήταν υποχρεωμένος να ακούσει τις εντολές του μάγκα ασυζητητί. Διαφορετικά ο μάγκας έστελνε τα κουτσαβάκια για «να καθαρίσουν». Τα «ΚΟΥΤΣΑΒΑΚΙΑ» ήταν γεροδεμένοι νέοι από πολύ χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Ανήκαν στον κάθε μάγκα και τον υπηρετούσαν πιστά. Συνηθισμένη εμφάνιση τους ήταν το μακρύ μουστάκι, τα μυτερά παπούτσια με γυρισμένες μύτες, το καβουράκι, το παντελόνι με ρίγα και το κομπολόι. Στη μέση φορούσαν τυλιχτό ζωνάρι, κυρίως για να κρύβουν τα μικρά όπλα -μαχαίρια και πιστόλια- που κουβαλούσαν. Περπατούσαν με ιδιόρρυθμο τρόπο, σα να κουτσαίνουν – από κει και το «κουτσαβάκης», φορώντας μόνο το ένα μανίκι απ’ το σακάκι για να έχουν ευχέρεια όποτε
χρειαζόταν στην κίνηση του μαχαιριού. Όλα αυτά υπό την ανοχή της αστυνομίας που «λαδωνόταν» από τους μάγκες.
Όλα αυτά μέχρι το 1893 που ο Μπαϊρακτάρης τους κυνήγησε αλύπητα. Εκτός από τη φυλάκιση και το κούρεμα με την ψιλή έδωσε εντολή να τους κόβουν το μισό μουστάκι (υποχρεώνοντάς τους να ξυρίσουν και το άλλο μισό – θανάσιμη προσβολή για τους άντρες της εποχής). Τους έκοβε επίσης τις μύτες απ’ τα παπούτσια και το μανίκι που κρεμόταν. Το 1896 πάντως, κατά τους πρώτους ολυμπιακούς αγώνες της Αθήνας, οι κουτσαβάκηδες επιστρατεύτηκαν από την αστυνομία, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τους ξενόφερτους πορτοφολάδες . Αργότερα, μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο τύπος του μάγκα γνώρισε καινούργια αναβίωση, αυτή τη φορά συνδεμένος με την κουλτούρα της ρεμπέτικης μουσικής.