Η καταπίεση και τα βασανιστήρια ενός λαού οδηγούν συνήθως στην εξέγερση.
Αντίθετα, η καταπίεση και τα βασανιστήρια ενός ατόμου ξυπνούν το ζώο μέσα του.
Ποτέ όμως δεν ξέρουμε ποιό ζώο φωλιάζει μέσα στον καθένα μας.
Μπορεί να είναι το ποντίκι που ψάχνει τρύπα για να κρυφτεί ή μπορεί να είναι και ο πάνθηρας.
Ο θηριοδαμαστής αισθάνεται ηδονή και περηφάνια που βάζει τα άγρια θηρία να χορεύουν, ως τη στιγμή που το θηρίο θυμάται πως είναι θηρίο.
Το κουτί της Πανδώρας πολλές φορές είναι αφημένο στην άκρη.Όσο πιο αργά το ανοίξει κάποιος, τόσο πιο ανεπανόρθωτες θα ‘ναι οι συνέπειες.
Η Λίνα δεν ήξερε τι έκρυβε μέσα της. Αγνοούσε τη δύναμη της.
Ίσως να έφταιγε το γεγονός πως πέρασε μια ολόκληρη ζωή πίσω από κλειστά παράθυρα.
Όταν ήταν μικρή, εκείνη και η μητέρα της βίωναν την καταπίεση και το ξύλο από τον βάναυσο πατέρα της.
Τα παράθυρα στο σπίτι τους παρέμεναν μονίμως ερμητικά κλειστά.
Ντρέπονταν φριχτά να βλέπει η γειτονιά την κατάντια τους.
Δεν τις ένοιαζε που ο δικός τους γολγοθάς επαναλαμβανόταν με γεωμετρική πρόοδο καθημερινά και τους δηλητηρίαζε την ψυχή.
Τους έφτανε μόνο να μην έβλεπε η γειτονιά τα μαυρισμένα τους μάτια και τα σπασμένα τους πλευρά.
Δεν ήθελαν να αποτελούν το κεντρικό θέμα συζήτησης τους στις απογευματινές τους συγκεντρώσεις.
Γι’αυτό και τα παράθυρα παρέμεναν κλειστά μέχρι που η Λίνα ενηλικιώθηκε.
Οι πληγές του σώματος της καποτε επουλώθηκαν, οι πληγές της ψυχής της όμως ποτέ.
Εκείνη ήταν πληγωμένη και διψούσε για μια αγάπη χωρίς όρια και φραγμούς.
Όταν γνώρισε τον Μάρκο, νόμισε πως η ζωή της είχε επιτέλους χαμογελάσει.
Όμως, δεν ήξερε πως κάποια χαμόγελα είναι πιο επικίνδυνα ακόμα και από την πιο ανατριχιαστική κραυγή.
Στην αρχή ήταν μόνο ένα χαστούκι και η Λίνα το δικαιολόγησε.
«Του ξέφυγε πάνω στα νεύρα του», έλεγε.
Τη δεύτερη φορά το χαστούκι μετρατράπηκε σε κλωτσιά στα πλευρά.
Μετά τα λεπτά, οι ώρες, οι μέρες, είχαν χάσει πια τη σημασία τους.
Τα παράθυρα στο σπίτι ξανάκλεισαν.
Δεν έπρεπε να ξέρει η γειτονιά. Ήταν ντροπή.
Όλοι όμως ήξεραν. Μπορεί να μην έβλεπαν αλλά άκουγαν.
Τις βρισιές και τα χτυπήματα του Μάρκου, τα ουρλιαχτά και τα κλάματα της Λίνας.
Εκείνη η μέρα ήταν ακόμα χειρότερη από τις άλλες.
Ο Μάρκος ήταν πιο εξοργισμένος από κάθε άλλη φορά.
Την τράβηξε από τα μαλλιά και την έριξε με δύναμη στον τοίχο.
Την πλησίασε και την χαστούκισε χωρίς έλεος.
Τα χείλη της μάτωσαν. Η ψυχή της δεν είχε πια άλλα δάκρυα.
Έμεινε εκεί κουλουριασμένη στο πάτωμα για αμέτρητες ώρες.
Όταν επιτέλους κατάφερε να σηκωθεί εκείνος κοιμόταν.
Έριξε μια ματιά στο παράθυρο. Ήταν κλειστό.
Τα μάτια της θόλωσαν.
Έσυρε τα βήματά της στην κουζίνα.
Χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά, άρπαξε το μαχαίρι με το οποίο έκοβε το κρέας και κατευθύνθηκε προς στην κρεβατοκάμαρα.
Εκείνος κοιμόταν ήρεμα και μ’ένα αχνό χαμόγελο σχηματισμένο αμυδρά στα χείλη του.
Μάλλον τα όνειρα του ήταν όμορφα.
«Ωραία. Έτσι δεν θα έχω τύψεις που δεν θα ξυπνήσεις ποτέ ξανά», μουρμούρισε μέσα από τα χείλη της και κάρφωσε το μαχαίρι με δύναμη στην κοιλιά του ξανά και ξανά μέχρι που το κρεβάτι τους μετατράπηκε σε λίμνη αίματος.
Τον κοίταξε αδιάφορα και προχώρησε προς το κλειστό παράθυρο.
Ήταν πια καιρός να το ανοίξει.