‘Εβαλα κάτω το μενού σχεδόν αμέσως γιατί έτσι είμαι εγώ, γρήγορος στις παραγγελίες πάντα.
-Α, εξαιρετική επιλογή κύριε! Να ξέρετε ότι αυτά τα κοτόπουλα είναι από βιολογική φάρμα.
Το γκαρσόνι ήταν από αυτούς τους γλείφτες που έχουν σπουδάσει πως να παίρνουν μεγαλύτερο μπουρμπουάρ με τέτοια κόλπα. Σήμερα όμως βρήκε τον μάστορά του καθώς άρχισα αμέσως τις αντιρρήσεις.
“Τι εννοείτε;”
-Είναι ένας μικρός παραγωγός που κάνει μόνο για εμάς κρέας. Οι κότες ζούνε ελεύθερες και χωρίς βέβαια αντιβιώσεις.
“Τότε θέλω να ακυρώσω την παραγγελία μου.”
-Μα γιατί; Το γκαρσόνι με κοίταξε με μεγάλη απορία. Τόσα χρόνια που λέει στον αυτόματο τις ίδιες βλακείες κανείς δεν του έφερε αντίρρηση γιατί το ακριβό εστιατόριο ήταν απλά απαραίτητο στάδιο πριν κρεβατώσουν την συνοδό. Ο κάθε εντυπωσιασμός ευπρόσδεκτος σε τέτοιες φάσεις.
“Λέτε ότι οι κότες ζούσαν μια καλή ζωή στην φάρμα σας.”
-Ναι βέβαια. Έχουμε και πιστοποιήσεις. Πάει ο ίδιος ο μετρ και επιθεωρεί κάθε τόσο τις εγκαταστάσεις ξέρετε…
“Ε, αυτό δεν με χαροποιεί καθόλου.”
-Μα γιατί; Ξέρετε το κρέας είναι τόσο πιο νόστιμο όταν το ζωντανό δεν έχει υποφέρει και δεν έχει σφαγιαστεί από τα φριχτά μηχανήματα που έχουν στα εργοστάσια.
“Θα πάρω το βοδινό. Και παρακαλώ μην μου πείτε για το ξενοδοχείο που μένουν τα βόδια σας.”
-Μάλιστα κύριε. Όπως επιθυμείτε.
Το γκαρσόνι εξαφανίστηκε, εμφανώς ταραγμένο. Σίγουρα θα πήγε να κλαφτεί και να με θάψει στην κουζίνα. Η συνοδός μου με κοίταξε απορημένη.
“Άκου Ισαβέλλα. Απολογούμαι για το επεισόδιο αλλά πραγματικά δεν αντέχω τέτοιες καταστάσεις. Νομίζει ο εξυπνάκιας ότι είναι τόσο απλή η ζωή. Ε, δεν είναι. Όταν ήμουν εφτά χρονών, ένα απόγευμα καθώς τελείωνα τα διαβάσματά μου άκουσα έναν περίεργο θόρυβο. Έλειπε η μητέρα μου οπότε πήγα μόνος να διερευνήσω την πηγή του. Κάπου στον κήπο ήταν. Καθώς έφτασα κοντά στο κοτέτσι μας είδα τον πατέρα μου ξαπλωμένο. Πήγα να τον βοηθήσω γιατί βογγούσε αλλά οι κότες μου έκαναν συνέχεια επίθεση όταν πλησίαζα. Πήρα το 100 αλλά δεν με πίστευαν.”
Βούρκωσα λίγο αλλά συνέχισα.
“Μέχρι να γυρίσει η μητέρα μου ήταν νεκρός. Ήρθε ειδικό συνεργείο να σκοτώσει τις κότες. Είπαν ότι έχει ξανατύχει στην γειτονιά, μάλλον συνεννοούνται μεταξύ τους, ίσως είναι κάποιο κοτοκοινωνικό κίνημα. Καθώς γύρισαν το πτώμα του πατέρα μου έγινε ορατό το πρόβλημα. Τα κορδόνια του ήταν δεμένα μεταξύ τους. Του έστησαν παγίδα ενώ αυτός έκανε δουλειές στον κήπο. Η αστυνομία λέει ότι υπάρχει μυστική ορνιθοργάνωση που τα κάνει αυτά. Διακινούν οδηγίες σε υπολείμματα από καρπούζια. Σε κάποιες γειτονιές μάλιστα έχουν απαγορεύσει τους κόκορες γιατί υποψιάζονται ότι έτσι συντονίζουν τον αγώνα τους.”
Δεν έχει μεγάλη σημασία αν πιστεύετε την ιστορία μου. Εγώ μια χαρά την έριξα και έτσι την γκόμενα πάντως. Άλλη φορά θα πάμε για σουβλάκια και θα πω την ιστορία με γουρούνι. Πιο φτηνά θα μου βγει.