Οδηγώντας αφηρημένη, κάπου στο γκρίζο Παγκράτι. Έντονη κινητικότητα μαγνητίζει το βλέμμα μου, γυρίζω το κεφάλι και αντικρίζω ένα μικρό παιδότοπο.
Δεκάδες πιτσιρίκια λες και είναι κλεισμένα σε κοτέτσι. Παίζουν, φωνάζουν, γελούν, φωνάζουν, κλαίνε, χτυπιούνται…
Αυτή η εικόνα μου προκαλεί στιγμιαία κατάθλιψη. Ώσπου να φτάσω σπίτι με κυνηγάει από πίσω, όσο κι αν προσπαθώ να τη βγάλω από το μυαλό μου. Ανεβαίνω πάνω, πετάω τα ρούχα μου όπου να ‘ναι και ξαπλώνω ανάσκελα στο κρεβάτι. Κλείνω τα μάτια και ταξιδεύω πίσω, τριάντα περίπου χρόνια πίσω. Εκεί που τα πράγματα ήταν τόσο αλλιώς, τόσο που δεν το πιστεύω καν εγώ που το έχω ζήσει…
Κάθε καλοκαίρι με το που έκλειναν τα σχολεία φεύγαμε με το αυτοκίνητο του μπαμπά για τρεις μήνες στο εξοχικό μας στην ωραιότατη Αρτέμιδα Αττικής, κοινώς Λούτσα. Τη δεκαετία του ‘80 οι μισοί Αθηναίοι είχαν αγοράσει οικόπεδο εκεί και για πολλά χρόνια το σπίτι ήταν ένα γιαπί, δεν μας ένοιαζε όμως γιατί εκεί, στον κήπο με τις ντοματιές, περάσαμε τα πιο μαγικά καλοκαίρια της ζωής μας.
Το αυτοκίνητο φορτωμένο όσο δεν πάει με ρούχα, κατσαρόλια και εφόδια σούπερ μάρκετ. Το ταξίδι μιας ώρας, (άνευ Αττικής οδού τότε), μας φαινόταν ατελείωτο, η μαμά έπαιρνε μαζί και σακούλες για τον εμετό. Εμείς οι τρεις στο πίσω κάθισμα, ξεμαλλιαζόμασταν, γελάγαμε και όλο ρωτούσαμε τον μπαμπά αν φτάνουμε. Με την άφιξή μας, ξαμολιόμασταν στο δρόμο να βρούμε τους καλοκαιρινούς μας φίλους, είχαμε να τους δούμε από πέρυσι και ήταν ευκαιρία να λυσσάξουμε στο παιχνίδι. Άμεσα ξεκινούσε το τρελό ξεφάντωμα. Μετά από λίγες μέρες ερχόταν και η νονά με τα ξαδέλφια μου και γινόμασταν ακόμα περισσότεροι.
Τα πρωινά στη θάλασσα, τρελαινόμασταν στις βουτιές, στα κουβαδάκια και στους λάκκους που χωνόμασταν ολόκληροι μέσα. Το μεσημέρι, μετά το φαγητό, ο μπαμπάς μας έβαζε αναγκαστικά να κοιμηθούμε. Εμείς βέβαια ποτέ δεν κοιμόμασταν αλλά παίζαμε τσιμπιές στα βουβά. Μόλις ο μπαμπάς άλλαζε πλευρό, το παίζαμε ψόφιοι κοριοί μην μας καταλάβει και μας βάλει τιμωρία να λύνουμε διαιρέσεις.
Τα απογεύματα τους δεσμούς λύσατε και βουρ στο χωματόδρομο για αμπάριζα, κουτσό, λάστιχο, αγώνες ποδηλάτου και δεκάδες άλλα δικής μας έμπνευσης. Τρέχαμε, χτυπούσαμε, γυρίζαμε σπίτι κλαίγοντας με ματωμένα γόνατα. Μόλις όμως η μαμά μας έβαζε βαμβάκι με ιώδιο ξανά, έξω για να μη χάσουμε τις εξελίξεις.
Στον κυρ-Γιώργη στη γωνία για παγωτό, με ένα κατοστάρικο παίρναμε τρία. Το αγαπημένο μας ήταν το λάκι-καπ, σαν παγωτό δεν έλεγε και τίποτα όμως είχε μέσα παιχνίδι. Χωνόμασταν με λαχτάρα στο ψυγείο του κυρ-Γιώργη και η γυναίκα του μας φώναζε να το κλείσουμε για να μην φεύγει η ψύξη. Μόλις παίρναμε στα χέρια μας το μαγικό κυπελάκι το κουνούσαμε δίπλα στ’ αυτιά για να καταλάβουμε από τον ήχο τι περιέχει. Μετά ο ένας θέλαμε του άλλου και ακολουθούσαν οι σχετικοί καυγάδες.
Θυμάμαι που η μαμά και η νονά δεν μας άντεχαν άλλο σαν τις μέλισσες πέντε παιδιά να βουίζουν και μας έστελναν στο διπλανό οικόπεδο με τσάπες και φτυαράκια. Μας είχαν πει πως εκεί κρύβεται ένας θησαυρός που είχαν κρύψει οι Γερμανοί στην κατοχή και αν τον βρίσκαμε θα γινόμασταν πολύ πλούσιοι. Μια και δυο, κουβαλούσαμε το καροτσάκι του μπαμπά και αρχίζαμε το σκάψιμο. Η μαμά με τη νονά έπιναν το καφεδάκι τους στο μπαλκόνι έχοντας το κεφάλια τους ήσυχα. Αυτό διήρκησε λίγες μέρες μόνο. Αφού καταλάβαμε πως ο θησαυρός ήταν άνθρακας, δεν ξαναπήγαμε στο οικόπεδο.
Στα καταστήματα της γειτονιάς παίζαμε πάκμαν, νίντζα μπόι και αρκανόιντ. Δεν είχαμε λεφτά και εφεύραμε ένα κόλπο για να κερδίζουμε κανονάκια. Δέναμε το κέρμα με μια κλωστή. Το βάζαμε στη σχισμή και μετά το τραβούσαμε πάλι πάνω. Δεν άργησε να το καταλάβει ο κυρ-Γιώργης και να μας παίρνει στο κυνήγι κάθε φορά που μας συναντούσε στο διάβα του..
Και έτσι περνούσαν τα καλοκαίρια μας τότε. Με σκισμένα μπλουζάκια, χιλιοφορεμένα σορτσάκια, ψείρες, πληγωμένους αγκώνες, κυνήγι πυγολαμπίδων και λερωμένα χειλάκια από παγωτό σοκολάτα. Φεύγαμε πάντα με δακρυσμένα μάτια, ραντεβού για το επόμενο καλοκαίρι, μα γεμάτοι αισιοδοξία, όνειρα και αμέτρητες παιδικές αναμνήσεις. Αναμνήσεις που ως τώρα είναι τόσο ανεξίτηλα αποτυπωμένες πάνω μας σαν το πιο αγαπημένο τατουάζ.
Ανοίγω τα μάτια και με ένα γλυκόπικρο χαμόγελο αφουγκράζομαι τους ήχους της γειτονιάς. Καμία φωνή, κανένα παιδικό γέλιο. Μόνο ένας συναγερμός αυτοκινήτου και το τίναγμα ενός χαλιού από την μαντάμ του πέμπτου ορόφου που πάλι θα μου γεμίσει το μπαλκόνι τρίχες.
Σηκώνομαι γρήγορα σαν κάτι να επείγει, παίρνω δύο ευρώ και βουρ στο ψιλικατζίδικο της γωνίας. Κάτι μου λέει πως το λάκι-καπ κυκλοφορεί ακόμα στα ψυγεία…