Μια κοινωνία είναι υγιής στο μέτρο που τα μέλη της γνωρίζουν να επικοινωνούν μεταξύ τους με σεβασμό, ακόμα -και ιδιαίτερα- όταν διαφωνούν. Ο διάλογος προϋποθέτει αποδοχή του δικαιώματος της αντίθετης πλευράς να ακουστεί. Στον Βολταίρο αποδίδεται μια παράφραση αυτής της βασικής αρχής της ελευθερίας του λόγου: “Μπορεί να διαφωνώ με αυτό που λες, αλλά θα υπερασπιστώ με τη ζωή μου το δικαίωμά σου να το λες.”
Η λεκτική βία είναι το φίμωμα της αντίθετης γνώμης και συχνά το φίμωμα του ατόμου ανεξαρτήτως γνώμης. Όχι μόνο δεν υπάρχει ή δεν προωθείται ο διάλογος, αλλά επιπλέον προσβάλλεται το πρόσωπο που μιλά ό,τι κι αν λέει. Η επίθεση γίνεται προσωπική, το αντικείμενο της συζήτησης έχει δευτερεύουσα θέση. Στόχος η μείωση της αξιοπρέπειας του άλλου με τρόπους και λεκτικά κόλπα, που προκαλούν το άτομο χωρίς να απαντούν στο ζήτημα υπό εξέταση.
Γιατί θα μου πείτε μερικά άτομα γίνονται λεκτικώς βίαια; Πολλοί λόγοι μπορεί να συντρέχουν. Οι πιο επικίνδυνοι είναι αυτοί που έχουν ενστερνιστεί το ρόλο αυτό από την οικογένεια και έτσι τον αναπαράγουν χωρίς να ξέρουν τι κάνουν.
Η έλλειψη συνειδητότητας είναι επικίνδυνη γιατί όταν προβούν στη νοσηρή συμπεριφορά συχνά έχουν μια βεβαιότητα ότι “έχουν δίκιο” και άντε μετά να τους εξηγήσεις ότι: 1) η επίθεσή τους είναι εκτός θέματος και 2) ότι με τον τρόπο αυτό φιμώνουν όσους (αυτοί νομίζουν ότι) αντιλέγουν με ολέθρια αποτελέσματα για το διάλογο, τη δημοκρατία, την αξιοπρέπεια και την ελευθερία του λόγου.
Λεκτική βία δεν παρατηρείται μόνο στον δημόσιο λόγο, αλλά και στον ιδιωτικό, στις οικογένειες, και στις σχέσεις και συναναστροφές με γνωστούς κι αγνώστους. Σε εποχές κρίσης και γενικής παρακμής των ηθών η λεκτική βία αντικαθιστά το modus vivendi. Αντί δηλαδή να “συμφωνούμε ότι διαφωνούμε” και να προχωρούμε, επιμένουμε ότι έχουμε δίκιο και εφαρμόζουμε τακτικές λεκτικής επίθεσης μέχρι να αφαιρέσουμε κάθε αξιοπρέπεια από τον “αντίπαλο”.
Μετά από παρατήρηση συνέλεξα μερικούς ενδεικτικούς χαρακτηριστικούς τρόπους με τους οποίους ασκείται λεκτική βία. Ίσως αναγνωρίσετε αυτούσιες ή παραφράσεις αυτών, που είτε χρησιμοποιείτε εσείς είτε εκτοξεύονται κατά το πρόσωπό σας. Η σύντομη ανάλυση παρακάτω δείχνει τις προθέσεις πίσω από κάθε τέτοια συγκαλυμμένη τακτική λεκτικής βίας, με σκοπό την αναγνώριση των προθέσεων και την επιλογή της αρμόζουσας αντίδρασης:
1. “Δεν φταίω εγώ. Εσύ είσαι απλά υπερευαίσθητος.”
Δεν είναι ότι δεν υπάρχουν άτομα με υψηλό “δείκτη” ευαισθησίας στον κόσμο. Το θέμα είναι ότι ακόμα κι αν το άτομο στο οποίο μιλάς ήταν υπερευαίσθητο, αυτό το σχόλιο θα το κάνει απλά να νιώσει χειρότερα. Το σχόλιό σου δεν βοηθά τη συζήτηση, απλά ρίχνει λάδι στη φωτιά.
Αυτό το επικριτικό σχόλιο δείχνει χαμηλή διάθεση σύμπνοιας με τον συνομιλητή, δεν γίνεται δηλαδή καμιά προσπάθεια να κατανοηθούν πραγματικά τα συναισθήματα του άλλου ή να γίνει παραδεκτό ότι ο ομιλητής θα μπορούσε να είχε κάνει μια μικρή έστω παραχώρηση για να βοηθήσει τον διάλογο.
Συχνά λέγεται από άτομα που δεν έχουν να κάνουν με κάποιον υπερευαίσθητο, αλλά αντίθετα με κάποιον που εκφράζει φυσιολογική απογοήτευση και δυσαρέσκεια για ένα έγκυρο λόγο.
2. “Έτσι είναι τα πράγματα.”
Εντάξει, δεν έχει νόημα να αρνούμαστε ότι ο ουρανός είναι γαλάζιος ή το γρασίδι πράσινο, αλλά όταν κάνουμε το σχόλιο αυτό για να αποστομώσουμε τον συνομιλητή μας, ή ν’αποθαρρύνουμε την περιέργειά του, είναι άλλο πράγμα.
Ένα τέτοιο σχόλιο δείχνει δυσλειτουργία ειδικότερα σε θέματα που σχετίζονται με αφαίρεση ελέγχου, άρνηση, αμυντικότητα, στενοκεφαλιά, και μια προσπάθεια να κοντρολάρουμε τον άλλον.
Ακαμψία πνεύματος και δυσκολία στην αλλαγή είναι κοινή στην διαταραχή της λεγόμενης καταναγκαστικής προσωπικότητας και απαντάται και σε διαταραχές του φάσματος του αυτισμού.
3. “Πάντα/Ποτέ δεν κάνεις αυτό/εκείνο”
Είναι πιο πιθανό ότι κάτι γίνεται “πολλές φορές” παρά “πάντα”. Ή ίσως πολύ συχνά για τα γούστα του ομιλητή. Λέγοντας “πάντα” (ή “ποτέ”) όταν παραπονιόμαστε για τη συμπεριφορά κάποιου δίνουμε την εντύπωση ότι τους έχουμε ήδη καταδικάσει παρά ότι είμαστε ικανοί για εκ βαθέων διάλογο. Όταν κάποιος έχει δυσκολίες με τις οποίες παλεύει, είναι πολύ οδυνηρό να ακούει από κάποιον που νοιάζεται ότι “πάντα” ή “ποτέ” δεν κάνει κάτι. Χάνουν την ελπίδα γενικά και ειδικότερα ότι σε έχουν στο πλάι τους ενάντια στη δυσκολία.
4. “Δεν είσαι αρκετά έξυπνος/δεν θα γίνεις ποτέ τίποτα αξιόλογο/είσαι βλάκας”
Αυτό είναι καθαρή λεκτική κακοποίηση. Τα άτομα που λένε κάτι τέτοιο κάνουν προβολή στον συνομιλητή τους του δικού τους φόβου μην αποκαλεστούν “ηλίθιοι”.
Όλοι έχουν κάτι να προσφέρουν και ένα σχόλιο σαν κι αυτό δείχνει απλά τις ανασφάλειες του ίδιου του ομιλητή. Συνήθως τέτοιου είδους άτομα θα διαλέξουν μια στιγμή αδυναμίας (όταν πχ. έχεις κάνει κάποιο λάθος) για να κάνουν τέτοιο σχόλιο. Θυμήσου ότι όλοι κάνουμε λάθη και το σχόλιο αυτό δεν λέει τίποτα για το άτομο στο οποίο απευθύνεται. Οι άνθρωποι δεν είναι τα λάθη τους και οι άνθρωποι δεν είναι απαραίτητα αυτό που οι άλλοι λένε ή νομίζουν ότι είναι.
5. “Είναι επιλογή σου να θυμώνεις με αυτό που είπα ή έκανα.”
Αυτό το σχόλιο βασικά ακυρώνει κάθε στάση σου απέναντι σε προσβλητικές ή νοσηρές συμπεριφορές, δικαιολογώντας τες. Το άτομο που το λέει αυτό δεν δείχνει καμιά προσπάθεια κατανόησης του συνομιλητή του, αρνείται να αναλάβει την ευθύνη των επιπτώσεων της συμπεριφοράς του, και προσπαθεί να κατηγορήσει το άτομο που έχει πληγώσει.
Τα συν-αισθήματα δεν γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας από το ίδιο σημείο στον εγκέφαλο όπως οι σκέψεις. Αν κάποιος σε απειλήσει θα νιώσεις φόβο. Δεν “επιλέγεις” φόβο. Ο φόβος είναι μια άμεση, φυσική και υγιής απάντηση στο γεγονός ότι είσαι σε μια επίφοβη κατάσταση. Αν κάποιος που αγαπάς πεθάνει, θα αισθανθείς λύπη. Δεν επιλέγεις να νιώσεις “λύπη” για το θάνατό τους. Η λύπη είναι μια φυσική, κανονική και υγιής ανρίδραση στην απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου. Αν το αδέρφι σου, ο σύντροφός σου, ή άλλο άτομο με το οποίο είσαι κοντά πει κάτι αναίσθητο ή βάναυσο, θα νιώσεις πληγωμένος. Δεν επιλέγεις να νιώσεις πληγωμένος, είναι η φυσική και υγιής αντίδραση στην έλλειψη καλοσύνης.
Το να πεις σε κάποιον που αισθάνεται πληγωμένος ότι επέλεξε να νιώσει έτσι είναι γενικά ένας τρόπος αποφυγής ευθυνών υποχρεώνοντας το πληγωμένο άτομο να αποσυρθεί με ντροπή ότι έκανε κάτι λάθος. Υποτίθεται ότι έπρεπε να “διαλέξουν” σωστά κατά τρόπο ώστε να απαλλάξουν το άτομο που τους πλήγωσε από την ευθύνη και να σκεφτούν τις δικές τους “κακές επιλογές”.
6. “Δε σου λέω, γιατί δεν θα καταλάβεις.”
Αυτό το σχόλιο είναι μια άμεση απόρριψη και συγκαταβατική αποδοχή των δήθεν περιοριστικών νοητικών ικανοτήτων σου. Χρησιμοποιείται από άτομα που πιστεύουν ότι είναι ανώτερα και θα έπρεπε να έχουν το πάνω χέρι λόγω της υποτιθέμενης ανωτερότητάς τους. Η υπεροψία αυτής της δήλωσης είναι πάνω από αγενής και υποτιμητική. Δείχνει ότι η πρόθεση των ατόμων που καταφεύγουν σε τέτοια σχόλια είναι να σε αποστομώσουν και να σε απομονώσουν ώστε να διαδώσουν την αντίληψη ότι οι ίδιοι είναι καλύτεροι από σένα.