Έρχομαι τώρα στα τέσσερα σημεία που δείχνουν την κακή πορεία της παιδείας μας.
Το πρώτο σημείο της άγνοιας και της πλάνης είναι ότι δεν μας έμαθαν ποτές, πως οι έλληνες στάθηκαν ένας κόσμος άκρα μελαγχολικός.
Το καθημέρα των ελλήνων είναι το όρος Σίπυλο της Νιόβης, όπου όλες οι βρύσες στάζουνε λύπη. Η λιγνή Ελλάδα ήταν μία κλαίουσα ιτιά. Εδώ ως και τα ζώα μύρουνται και δακρύζουν. Θυμήσου, για παράδειγμα, τα δάκρυα που χύνανε τα άλογα του Αχιλλέα [Ομήρου, Ρ 437-8].
Στη χλωρίδα του ελληνικού στοχασμού βασιλεύουν τα κλαδιά των νεκρών. Το κυπαρίσσι και ο ασφόδελος.
Ούτε πριν ούτε μετά, κανένας λαός δεν ερεύνησε τα άγνωστα της φύσης και τα μυστήρια της ψυχής, για να φτάσει το βαθύ σκοτάδι και το συμπαγές μηδέν που φτάσανε οι έλληνες.
Κανένας λαός δεν βυθίστηκε όσο οι έλληνες στη μαύρη χολή του απαίσιου και της ματαιότητας. Μαύρη χολή. Μελαγχολία αλλιώς.
Βούδας, Σοπενχάουερ και όλες οι φιλοσοφίες του πεσσιμισμού και της άρνησης, μπροστά στον καημό των ελλήνων είναι αθλοπαιδιές και αθύρματα.
Και καμία θεωρία που υψώθηκε στο γενικό δεν άφηκε να της ξεφύγουν τόσες φωνές αίρεσης, παράπονου, και απόγνωσης, όσο η κοσμοθεωρία των ελλήνων.
Οι έλληνες είναι οι αυτουργοί, οι πρωτουργοί, και οι δημιουργοί του θρήνου και της σφοδρής σιωπής. Πρώτοι αυτοί δουλέψανε το νόημα της μοίρας και της συμφοράς. Σε σχέση με τον άνθρωπο, το άδικο το είδαν σε κλίμακα πανανθρώπινη. Και σε σχέση με τον κόσμο, το κακό το είδαν σε κλίμακα παγκόσμια. Το κακό που είδαν οι έλληνες στη φύση, η σύγχρονη φυσική το ονόμασε εντροπία, και τό ‘κλεισε στο δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής.
Είναι παράξενο που ετούτος ο Καύκασος της μοναξιάς και του πάγου φαίνεται πως δεν φαίνεται στα έργα και στα λόγια τους.
Καθώς τα καράβια τους ταξιδεύουν στις γλαυκοκύανες θάλασσες, το μαγνάδι της επιφάνειας δεν αφήνει να φανεί πουθενά, ότι σε όλους εκείνους τους πλησίστιους πλόες λάμνει η βέβαιη αίσθηση και η βέβαιη γνώση τους για το κακό του κόσμου και για το άδικο του ανθρώπου.
Από ένα σημείο μάλιστα και πέρα αυτό το παράξενο γίνεται θαυμαστό. Γιατί όλος εκείνος ο κόσμος του θρήνου μετουσιώνεται σε κατανόηση και σε πικρή περηφάνεια. Γίνεται δηλαδή η ελληνική τέχνη.
Γίνεται εγκαρτέρηση, ήμερη κυριαρχία του λόγου στο άλογο, όραση και εννόηση της βαθύτερης οργάνωσης του σύμπαντος.
Γίνεται το μελαγχολικό μειδίαμα ενός μελλοθάνατου που βλέπει ότι πεθαίνει. Δεν αφήνεται όμως στην παρηγοριά που προσφέρεται να του δώσει ο λόγος των γύρω του ότι θα ζήσει χρόνια ακόμη.
Αυτός ο μεταπλασμός της μελαγχολίας των ελλήνων σε τέχνη είναι καίριας σημασίας. Γιατί άλλαξε το ποιόν και την υφή της. Τη μετέτρεψε από άρνηση σε δύναμη, και από εγκατάλειψη σε καρτερία. Έγινε δηλαδή ένας πεσσιμισμός χαρούμενος. Μία δυστυχία, που ωστόσο βρίσκει να χαίρεται. Αυτή την αιχμηρή κορυφογραμμή της χαρμολύπης, που οι έλληνες την περπατούν πολύ προσεχτικά, ο Όμηρος τη λέει «δακρυόεν γελάν» [Ομήρου Ζ 484].
Από ένα πανίσχυρο αποθεματικό θέσεων που μιλούν για τη μελαγχολία των ελλήνων, θα φέρω δύο δημώδεις μαρτυρίες και μία λόγια κατάθεση, για να δειχτεί ο όγκος και το βάρος της ελληνικής λύπης.
Λένε, λοιπόν, πως κάποτε έγινε ένας αγώνας [Το γνωστό Certamen Homeri et Hesiodi] ανάμεσα στον Όμηρο και στον Ησίοδο για το πρωτείο. Να κριθεί, τέλος πάντων, στους έλληνες, ποιος από τους δύο μεγαλύτερους είναι ο πιο μεγάλος.
Η επιτροπή κρίσης, εκεί κάπου στην Αυλίδα ή στις Θήβες, κάθισε με σεβασμό τους δύο σοφούς στο θρονί τους, και άρχισε να τους ερωτά. Ήθελαν να μετρήσουν, ποιος θα δώσει τις πιο φρόνιμες αποκρίσεις στα ζητήματα.
Ρωτήσανε τον Ησίοδο, και αποκρίθηκε ζυγιασμένα. Οι θέσεις που έλαβε, φανέρωναν τον άνθρωπο με την πλούσια πείρα που έζησε στον κόσμο ζωντανός. Που έκαμε, και έπαθε, και έμαθε.
Ρωτήσανε και τον Όμηρο. Ο γλυκός αοιδός με τη λευκή κεφαλή και τα άδεια μάτια, που κάποια ερμηνεία θέλει να επιμένει πως έχασε το φως του γιατί δεν άντεξε το πολύ κακό που αντίκρυσε στον κόσμο, τους άκουσε μειλίχια.
Πες μας, λοιπόν, αστέρι στις θάλασσες και ήλιε στα βουνά, του είπανε. Πες μας, ποιο είναι το μεγαλύτερο στον άνθρωπο καλό. «Άριστο σε όλους και σε όλες», αποκρίθηκε ο Όμηρος, «είναι ο άνθρωπος ποτέ να μη γεννιέται!».
Η επιτροπή έμεινε καγκελόξυλο. Ένας πονηρός όμως ανάμεσα στους κριτές, ένας ελληνικά πονηρός, ένας μικρός Οδυσσέας, σκόρπισε την ταραχή που γέννησε η σπαθιά του Ομήρου με μια δεύτερη ερώτηση.
Κανένας, του λέει, δεν μας ζήτησε γνώμη, αν θέλουμε να μας γεννήσει ή όχι. Να μας ειπείς, λοιπόν, ποιο είναι το δεύτερο στον άνθρωπο καλό, που να το κρατά και στο χέρι. Το πάντων αιρετώτατον. Εκείνο που να μπορούμε δηλαδή να το διαλέγουμε κιόλας.
«Το δεύτερο στον άνθρωπο καλό», είπε ο Όμηρος, «είναι όταν γεννηθεί ο άνθρωπος, αμέσως να πεθαίνει» [Homeri opera, υπό T.W. Allen. Εκδ. Οξφόρδης, τόμος V, σ. 288: «αρχήν μεν μη φύναι επιχθονίοισιν άριστον· φύντα δ’ όμως ώκιστα πύλας Αίδαο περήσαι.»].
Αυτή η απόκριση κρύβει τη βία της ανάγκης και την αλυπησιά του χάρου. Και κάνει τον Όμηρο να γίνεται ο πρώτος τιμητής του θεού, όπως ο Κάιν είναι ο πρώτος φονιάς του ανθρώπου.
Όσο και να εξερευνά κανείς στη χώρα του θρήνου, δεν θα βρει πικρότερη θέση. Όπως δεν πρόκειται να βρει γυναίκα πιο ωραία από την ωραία Ελένη, που και κείνη την έπλασε ο Όμηρος.
Ωστόσο εμείς μπορούμε να γνωρίζουμε πως πίσω από τον Όμηρο δεν μιλάει ο Όμηρος, αλλά το συλλογικό πνεύμα της Ελλάδας.
Τα λόγια του είναι η δημοτική απήχηση του πνεύματος ενός λαού απάνου σ’ ένα ερώτημα που αγωνίζεται να κλείσει όλα του ανθρώπου τα υπάρχοντα. Είναι μία απόκριση ίδια με τη λύση που προσπαθεί να δώσει σήμερα η θεωρία του ενιαίου πεδίου, όπου μέσα σ’ ένα τύπο οι φυσικοί αγωνίζουνται να κλείσουν όλους τους νόμους της φύσης.
Άλλωστε το ξέρουμε, διακόσιους χρόνους τώρα κοντά, πως ο Όμηρος δεν υπήρξε. Το αθάνατο όνομά του είναι το δημοτικό τραγούδι των παλαιών ελλήνων.
Στα ίδια πατήματα βρίσκεται και η ιστορία που σώθηκε στα Αποσπάσματα του Αριστοτέλη, και σ’ ένα κείμενο του Πλουτάρχου. Είναι μάλιστα σημαδιακό, που η ιδέα αρχίζει με τον Όμηρο, την εκκίνηση, περνάει από τον Αριστοτέλη, το τέρμα της κλασικής Ελλάδας, και τελειώνει στον Πλούταρχο, την κατακλείδα του ελληνικού κόσμου.
Και να μη λησμονούμε ότι ο Πλούταρχος είναι μία επιβλητική μορφή στην Ελλάδα. Ρουσσώ, Γκαίτε, και Ναπολέων τον είχαν ολοζωής στο μαξιλάρι τους.
Κυνηγούσε, λέει η αφήγηση [Rose V., Aristotelis qui ferebantur Librorum Fragmenta, Lipsiae 1886, 40, 1481b], ο βασιλιάς Μίδας αγρίμια στα όρη της Μακεδονίας. Εκεί, αποσταμένος, έγειρε στη ρίζα ενός δρυ να συνεφέρει. Τότες ήταν που είδε δίπλα του το Σιληνό να κοιμάται.
Έχω την ευκαιρία, συλλογίστηκε ο ξύπνιος βασιλιάς. Και πιάνει το δαίμονα, και τον δένει με το σκοινί, να μη φύγει. Λέει:
— Εγώ θα σ’ απολύσω, αλλά πρώτα να μου ειπείς.
— Πες το μου, να στο ειπώ, κι απέ να μ’ αφήσεις να φύγω, του λέει ο αρχισάτυρος. Κι ούτε χρειαζόταν να με δέσεις, για να σου ειπώ.
— Εξήγα μου, λοιπόν. Εσύ που κρέμεσαι ανάμεσα ουρανού και γης, και γνωρίζεις πράγματα που δεν τα φτάνει ανθρώπου νους. Εξήγα μου, γιατί χρόνους τώρα τυραννιέμαι, και πάω να κρεπάρω. Ποιο είναι το μεγαλύτερο στον άνθρωπο καλό;
Ο Σιληνός αλαφιάστηκε. Τον συνεπήρε το ξάφνιασμα, ιδιοτρόπησε, κοίταξε πέρα.
— Λύσε με να πηγαίνω, του λέει, και τράβα στο καλό σου. Ρωτάς πράγματα που δεν απαντιούνται.
Ο Μίδας εστάθηκε.
— Κι αν δε μου αποκριθείς, του λέει, σ’ αυτό που σ’ ερωτώ, δεν έχεις λευτεριά. Εδώ στο δέντρο θα μείνεις δεντρωμένος. Όσο να σε λύσει ο λιμός, και να σε κατελύσει ο λύκος.
Θύμωσε τότε ο δαίμονας. Τίναξε βίαια τα χέρια του ψηλά, πέσανε τα δεσμά. Έστρεψε και κοίταξε τον άνθρωπο βλοσυρά, κι όλα τα γύρω μυρίσανε θειάφι. Το θείο συνεπήρε τον τόπο. Ο Μίδας, του πάρθηκε η μιλιά, κι έπεσε κατά γης. Και τότε ο Σιληνός, ο κορυφαίος στα όργια και ο σύντροφος του Διονύσου, τον επετίμησε:
– «Δαίμονος επιπόνου και τύχης χαλεπής εφήμερον σπέρμα, τι με βιάζεσθε λέγειν, ά υμίν άρειον μη γνώναι;»
μ’ ερωτάς, συνεχίζει,
«τί εστι το βέλτιστον τοις ανθρώποις, και τί τών πάντων αιρετώτατον»· μάθε το λοιπόν, και σκάσε:
«μετ’ αγνοίας των οικείων κακών αλυπότατος ο βίος. Άριστον γαρ πάσι και πάσαις το μη γενέσθαι. Δεύτερον δε το γενομένους αποθανείν ως τάχιστα» [Πλουτάρχου, Παραμυθητικός προς Απολλώνιον, 115 d].
Εντελώς ομοιότυπη για τον πεσσιμισμό των ελλήνων με τις δημοτικές μαρτυρίες του Ομήρου, του Αριστοτέλους και του Πλουτάρχου, είναι και η προσωπική κατάθεση του Σοφοκλή που γίνεται με το στόμα του χορού στο βασιλιά Οιδίποδα:
Μη φύναι τον άπαντα νικά λόγον· το δ’, επεί φανήι, βήναι κείσ’ οπόθεν περ ήκει πολύ δεύτερον ως τάχιστα.
(Το πιο καλύτερο απ’ όλα θε νά ‘τανε να μην είχε κανείς γεννηθεί, ή, μια που ήρθε στο φως, να γυρνά κείθ’ όπου ήρθε μια ώρα πιο μπρος. [Σοφοκλέους, Οιδίπους επί Κολωνώι, 1224. Μετάφρ. Γ. Γρυπάρη]. Εκτός από το Σοφοκλή είναι και πολλοί άλλοι έλληνες που μιλάνε με την ίδια πεσιμιστική σφοδρότητα. Ο Πλάτων λ.χ., ο Ευριπίδης, ο Βακχυλίδης, ο Θέογνις).
Το συμπέρασμα είναι πως από όλη ετούτη την κοιλάδα των κλαυθμών οι δάσκαλοι και οι διδακτικοί δεν μας έδειξαν φύλλο. Αντίθετα, μας είπαν τα αντίθετα. Μιλούν για ήλιο τα μεσάνυχτα και για πανηγύρια στο καταχείμωνο.
Η Ελλάδα, μας λένε, σημαίνει την ηρεμία, το ρυθμό, τη γαλήνη. Ελλάδα είναι ο λογισμός, η αγνή απλότητα, η ευδαιμονία, το μέτρο. Προπάντων το μέτρο.
Όλα της Ελλάδας τα χωρεί ο Ζυγός στον ουρανό των ζωδίων. Και τα εννιά ξανθά κορίτσια της Αρμονίας τρέχουν με μικρές φωνές στα ειρηνικά πλατάνια του ποταμού. Ασπροεντυμένες και γάργαρες, σαν τη Ναυσικά και τις άλλες λουίζες, παίζουν τον κλήδονα και τη σφαίρα. Αλλά «quid πλατανών opacissimus» [Σεφέρη Γ., Ποιήματα, Ίκαρος 1979, σ. 60], που έλεγε ο Πλίνιος Νεότερος, και ο Σεφέρης. Γιατί helas θα πει αλίμονο, λέει ο Σεφέρης πάλι [Σεφέρη Γ., Έξι νύχτες στην Ακρόπολη. Εκδ. Ερμής, Αθήνα 1974, σ. 47], και όλοι οι γαλλόφωνοι [Η λέξη helas στα γαλλικά σημαίνει αλλίμονο].
….
Το δεύτερο σημείο της άγνοιας και της πλάνης είναι η λάθος εικόνα που μας δώσανε για την ελληνική τέχνη.
Πώς στέκεται ο σύγχρονος έλληνας απέναντι στην κλασική τέχνη; Οι μισοί κάτοικοι της Αθήνας δεν ανέβηκαν ποτέ στην Ακρόπολη. Και οι άλλοι μισοί ανέβηκαν για να ιδούν το Λυκαβηττό και τα ελενίτ στις στέγες του Ταύρου.
Τα καλοκαίρια ταξιδεύουμε στους Φιλίππους και στη Δωδώνη, να ιδούμε αρχαία τραγωδία, κι έχουμε το τέμπο των γιουρούκηδων, όταν εισβάλλουν στα γήπεδα.
Τι Μητρόπουλος, τι Μητροπάνος! άκουσα κάποτε να λένε δυο νέοι μπροστά στην προτομή του Μητρόπουλου στην Επίδαυρο.
Στην πραγματικότητα, η τέχνη των Ελλήνων καθρεφτίζει τον αγώνα τους να νικήσουν τον πεσσιμισμό τους.
Η ελληνική τέχνη είναι το γέννημα του αδυσώπητου αλλά και του εξαίσιου κόπου να μετουσιώσει το βάρος του κόσμου σε ελαφράδα ζωής. Η θλίψη που γέννησε στον Έλληνα η γνωριμία του με το κακό του κόσμου, με το malum physicum καθώς το λεν, παραχώρησε τη θέση της σε μία πικρή αποδοχή, σε μία συναίνεση ανάγκης με τις σκληρές δομές της φύσης. Και το πράγμα έγινε μ’ έναν τρόπο, ώστε την εγγενή συφορά του ανθρώπου να μην τη νοθέψει η δειλία και ο δόλος. Να μην κουκουλωθεί το κακό δηλαδή με την αυταπάτη και το ψέμα.
Πολύ περισσότερο, από αυτή την αισχρή παραποίηση να μην προκύψει στο τέλος παρηγοριά και συμφέρο. Γιατί όταν η συμφορά συμφέρει, να τη λογαριάζεις για πόρνη, λέει ο Ελύτης.
Αυτό το τελευταίο σημείο είναι ανάγκη να κατανοηθεί ως την άκρη του. Αλλιώτικα, η εικόνα μας για τους Έλληνες και την τέχνη τους θα σωριαστεί συγκορμοδεντρόριζη.
Το παράδειγμα που φέρνω, για να δείξω ότι οι Έλληνες δε νοθέψανε τη γνώση τους για τη σκληρότητα και την απανθρωπιά της φύσης, είναι ότι μπροστά στον τρόμο του θανάτου αρνήθηκαν να παρηγορήσουν με την ψευτιά για μια ζωή μετά θάνατο.
Θάνατος για τους Έλληνες δεν εσήμαινε το σταθμό που αλλάζω τραίνο. Από Γευγελή δηλαδή τραβάω για Λουμπλιάνα, και πάει λέγοντας.
Θάνατος για τους Έλληνες εσήμαινε ανυπαρξία ατελεύτητη, και σκοτάδι για πάντα. Αυτή την οδηγία τους έδωκε η γλώσσα και η σοφία της φύσης. Όλα τα άλλα είναι γεννήματα του φόβου μπροστά στο θάνατο, και δουλειά της φαντασίας. Είναι το τι δεν αντέχουμε, το τι δε θα θέλαμε, είναι πλύση εγκεφάλου από την παράδοση και τη συνήθεια, και δόλος αβυσσαλέος.
Ξέρεις πόση απόσταση υπάρχει ανάμεσα σ’ εκείνον που τιμά τη φυσική γνώση πως όταν πεθάνει θα χαθεί, όπως χάνεται το φύλλο του δέντρου, που λέει ο Όμηρος, και ανάμεσα σ’ εκείνον που τον έμαθαν να πιστεύει πως όταν πεθάνει, θα μεταναστέψει σε κάποια υπερουράνια Αμερική;
~ Δημήτρης Λιαντίνης – “Τα Ελληνικά”.
Πηγή: liantinis.org