Δεύτερη μέρα της Λουΐζας στην Αθήνα με πρωινό κατά τις δώδεκα.
Πριν καλοξυπνήσω είχε στείλει τον Αλβέρτο στην Ακρόπολη με την πιτσιρικαρία. Δεύτερος καφές, τράβηγμα από το χέρι με καθίζει στο γκαζόν κάτω από την ομπρέλα.
Την παρατηρούσα καθώς βολευόταν παραδίπλα μου, με το ροζάριο στο χέρι.
«Τι έχεις πάθει πια με αυτό το ροζάριο καλό μου κορίτσι;»
«Το έβγαλε ο Αλεσσάντρο από την τσέπη του και μου το έδωσε. Σου λύθηκε η απορία περίεργε;»
«Ναι, ένα τεκνό και ένα ροζάριο σε έχουν κάνει να παραμιλάς. Άσε μας ρε φιλενάδα!»
Έφαγα μια δυνατή τσιμπιά και υποχρεωτικά τέντωσα τα αυτιά μου.
«Ποιός σου είπε βρε ηλίθιε πως ο Αλεσσάντρο μου είναι τεκνό; Με περνάει οκτώ ολόκληρα χρόνια. Παντρεμένος με παιδιά και κλείσε το στόμα σου, θα καταπιείς καμιά μύγα»
Προφανώς και χάζεψα. Για συντηρητική καθολική την είχα. Ήμουν σίγουρος πως το εξαντρίκ στυλάκι απλά έκρυβε τις παλαιού τύπου αρχές της.
-Τελείωνε, Λουΐζα…
-Να αρχίσω εννοείς… Κι από πού να αρχίσω…
-Εγώ θα σου πω;
-Οκ… Λοιπόν, ο Αλεσσάντρο, μετά από το περίφημο τηλεφώνημα του ενός λεπτού, ανέβηκε στη Ρώμη. Απροειδοποίητα εμφανίστηκε στη γκαλερί, έδωσε τρεις παραγγελίες για πελάτες του και μετά με απήγαγε κανονικά. Καταλήξαμε σε ένα πάρκο, να με ταΐζει λιχουδιές. Αγκαλιά χωρίς να μιλάμε βλέπαμε υπνωτισμένοι κάτι περίεργες πέτρες μέσα στη λιμνούλα. Έχασα την αίσθηση του χρόνου. Ένιωθα την ανάσα του στο σβέρκο μου συνέχεια. Σε ανύποπτη στιγμή ακούω «Σε αγαπώ». Ανατρίχιασα σαν πιτσιρίκα 18 ετών. Αργότερα, στο αυτοκίνητο μέσα, μου ψιθύρισε «Σε θέλω». Ανέβηκα πάνω του, του έσκισα το πουκάμισο και παραδόθηκα ολοκληρωτικά. Δε με ένοιαζε αν θα μας δουν. Χάθηκα στα χέρια του»
«Θες και συνέχεια;»
Αν ήθελα λέει…
«Κάθε μέρα την κοπάναγα από τη δουλειά, με κάποια άσχετη δικαιολογία . Όταν με έβαλε πρώτη φορά στο κρεβάτι, πήγα να κάνω τα δικά μου. Αγριάδες, νυχιές, δαγκωνιές, όπως είχα συνηθίσει. Με έναν μαγικό τρόπο μου έκοψε τον τσαμπουκά. Μου τα έδειξε όλα από την αρχή. Σα να μην είχα πάει πριν από αυτόν με άλλον άντρα. Αφέθηκα στα μαγικά του χέρια, στο πάθος και την αγάπη που έβγαζε κάθε του άγγιγμα. Όλο μου το κορμί έτρεμε και οι παλάμες μου ζεμάταγαν, για ώρες μετά… Αμάν τι σου λέω τώρα, θα με περάσεις για βλαμμένη.»
«Εντάξει δεν είσαι η πρώτη, ούτε θα είσαι η τελευταία» παρατήρησα όσο πιο κομψά γίνεται.
«Περίμενε, γιατί έχει και χειρότερα. Ένα βραδάκι, με τους μισούς συνεργάτες ακόμη κάτω στη γκαλερί, μιλάμε οι δυο μας στο γραφείο. Σηκώνεται μου πιάνει το χέρι να το φιλήσει, με τραβά προς το μέρος του και ρίχνει μια ματιά προς την πόρτα. Σαν υπνωτισμένη κλειδώνω και ο καναπές έγινε πεδίο μάχης για την επόμενη μισή ώρα. Επικίνδυνος ο τύπος καλέ μου Ρομπέρτο, δεν κωλώνει πουθενά. Η φίλη σου βέβαια χειρότερη. Ακολουθεί σε όλα. Μέχρι και σε ύποπτο ξενοδοχειάκι με πήγε σηκωτή, μια φορά που είχα πεταχτεί στο Κάπρι, δήθεν για δουλειές. Mη γελάς βλάκα, με έχεις ακούσει να πηγαίνω σε κάτι λιγότερο από το Ritz και το Plaza; »
«Πάμε παρακάτω; Πάμε!»
«Στο δεύτερο ταξείδι του στη Ρώμη, καθόμαστε να φάμε, για να μιλήσουμε επαγγελματικά. Απρόβλεπτος όπως πάντα, μετά από κάμποση κουβέντα, αλλάζει ύφος και μου πετάει την τελειωτική ατάκα.
«Λουΐζα… μαζί σου έκανα για πρώτη φορά έρωτα στη ζωή μου. Όλες τις άλλες απλά τις πήδαγα. Με τέχνη μεν και μια καλή δόση από συναίσθημα, αλλά μόνο μέχρι εκεί. Στο λέω και δεν με ενδιαφέρει αν το πιστεύεις».
Δυο ποτήρια κόκκινο κρασί μονορούφι η δικιά σου, για να συνέλθω.
«Εσύ ρε Αλεσσάντρο; Που το μάτι σου παίζει; Εσύ που μόνο ήσυχο παιδάκι δεν ήσουν στη ζωή σου; Βλέπω πως σε κοιτάνε οι γυναίκες. Πάω στοίχημα τις βάζεις στη σειρά και διαλέγεις.» του πέταξα μουδιασμένη.
Την σιωπή του δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Δεν χωρούσε αμφισβήτηση σε αυτά που έλεγε. Περιττό να σου πω, πως το υπόλοιπο απόγευμα το περάσαμε στο κοντινότερο ξενοδοχείο, με εμένα να καταλήγω χαλκομανία στο κρεβάτι, να μην θέλω να σηκωθώ.
Αυτά τα ελάχιστα από τα ερωτικά. Δε σου λέω περισσότερα. Ντρέπομαι.
Υπάρχουν όμως και άλλα πράγματα.
Με μια απλή κουβέντα μου λύνει θέματα, που με βασάνιζαν χρόνια. Με μισή κουβέντα δικιά μου, τον γλυκαίνω από ανασφάλειες, που κουβάλαγε αυτός χρόνια. Δεν μου έχουν ξανατύχει όλα αυτά μαζεμένα.
Τον Αλβέρτο τον αγαπώ, έχουμε περάσει πολλά και πάντα μου στάθηκε. Ερωτευμένη δεν είμαι μαζί του. Δεν τον ζηλεύω καθόλου, ούτε αυτός ζηλεύει εμένα στο παραμικρό. Από την άλλη, τον Αλεσσάντρο τον λατρεύω και θέλω να ξενυχιάσω όποια τον γλυκοκοιτάει. Να τον αφήσω δεν γίνεται, να τον έχω ολόκληρο απαγορεύεται. Δεν έχω ιδέα που θα με πάει η ιστορία. Δεν τα σκέφτομαι. Το αφήνω όπου πάει, όσο πάει, για όσο πάει.
Ώρες ώρες όμως βρίζω. Νομίζω πως κάποιος από εκεί ψηλά μου κάνει πλάκα…»
Εδώ σταμάτησε να μιλά. Το όμορφο πρόσωπο της είχε χάσει τη συνηθισμένη του αγριάδα και έβγαζε πόνο με χαρά.
Δε συζητήσαμε περισσότερο το θέμα. Όταν τηλεφωνηθήκαμε μετά από καιρό, δε ρώτησα. Δεν ήθελα να ακούσω κάτι δυσάρεστο. Ξέρω πως όταν θα υπάρξει λόγος, θα πάρει το αεροπλάνο και θα έρθει για ένα γεύμα με θέα την Ακρόπολη. Να μου πει τα νέα με λεπτομέρειες.
Ζηλιαρομπουρμπουρούδες μου η γνώμη μας περισσεύει.
Η καλή μου η Λουίζα χωρίς τον ξαφνικό έρωτα στη ζωή της, ίσως να ήταν πιο ήρεμη. Ίσως να συνέχιζε να κρατά σταθερά τα ηνία της καθημερινότητας, χωρίς δράματα και φασαρίες.
Χρειαζόταν όμως, κατά πως αποδείχτηκε, έναν Αλεσσάντρο για να της φέρει τα πάνω κάτω.
Ενστικτωδώς τον αναζήτησε, τον αναγνώρισε όταν τον βρήκε και τον απέκτησε.
Πέτυχε τελικά το αυγολέμονο; Δεν γνωρίζω, θα σας γελάσω.
Αυτόν τον Αλεσσάντρο πάντως, δεν θα ήθελα να τον συναντήσει η γκόμενα μου. Ποτέ και με την καμία!