Από ένα τετράγωνο μακριά φώναζε τη μάνα του ο Παντελής, που από την Τρίτη Γυμνασίου δεν την άφηνε ούτε τον έλεγχο τριμήνου να πάρει απ΄το σχολείο, μην τον δει η μαθητοσυμμορία με τη μανούλα και τον δουλεύει μέχρι τις εξετάσεις Ιουνίου. Από ένα τετράγωνο μακριά φώναζε ο γιος και άντε να καταλάβεις ποιος γιος και ποιας μάνας.. Όμως η μάνα αναγνωρίζει τη φωνή του γιου της, ακόμη κι αν εκείνη την ώρα κάνει μακροβούτι με το γούνινο σκουφί της Βλαχοπούλου στην Τρελή Σαραντάρα… Και παρατάει τα φασολάκια στον πάγκο και βγαίνει στο μπαλκόνι με το μαχαίρι ξεχασμένο στο χέρι.
«Πέρασα, ρε μάνα, γιατί οπλοφορείς;» Ο γιος από το απέναντι πεζοδρόμιο.
«Μπράβο, λεβέντη μου! Μπράβο, λεβέντη μου! Μπράβο, καμάρι μου!» Και να τα δάκρυα σε πολυσύνδετο και κλιμακωτό μαζί και όλη η γειτονιά στο πόδι. Τα ρούχα για άπλωμα στέγνωσαν στη λεκανίτσα της Φρόσως απέναντι, το αμάξι του Φώτη έμεινε με τη σαπουνάδα για καμιά ώρα και ένα φορτηγό πάτησε το λάστιχο που σουφρώνει μόνο του και κανείς δεν νοιάστηκε!!
«Μπράβο, θηρίο!»
«Άντε να ακούσουμε και κανένα ευχάριστο, βρε παιδιά!!!
«Χρωστάς κέρασμα, Βασιλική!»
«Το ΄ξερα εγώ, το΄ξερα εγώ, τό΄ ξερα εγώ» συνέχισε η μανούλα να ραπάρει με μια εντυπωσιακή επίδειξη λεξιλογίου-χαράς, κυνηγώντας το μάγουλο του Παντελή της, να του σκάσει ένα φιλί, τώρα που τον βρήκε ευάλωτο. «Μπράβο, αγόρι μου, άμα θέλει ο άνθρωπος όλα τα καταφέρνει.»
Είχε δίκιο. Με φροντιστήριο μόνο στη Γ΄Λυκείου, με τον κολλητό του πρώτο όνομα στο ποινολόγιο, τον πατέρα του εξαφανισμένο και το κορίτσι του να τον εγκαταλείπει στη μέση της χρονιάς, ήταν άθλος να της φέρνει το παιδί τέτοιους βαθμούς. Ήταν άθλος του παιδιού. Ήταν και δικός της. Με ένα μισθό, κι αυτόν κουτσουρεμένο, με κομμένη τη διατροφή εδώ και τρία χρόνια, με δύο παιδιά, που και θέλουν και μπορούν να πάνε μπροστά και τη μάνα της που περιμένει πότε θα ενσωματωθεί η Ρόδος με την υπόλοιπη Ελλάδα, για να πάει στο παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου. Δυνατή η Βασιλική, δυνατός ο Παντελής, δυνατά και τα αδύνατα.
-Ντριννν.!!!
-«Παντελή, η νονά σου στο τηλέφωνο», η αδελφούλα του φωνάζει από το σαλόνι. Και ο Παντελής με άπταιστη παντομίμα: «Μιλάω στο κινητό. Θα την πάρω εγώ. Σου ‘χω πει να με ρωτάς, πριν πεις ότι είμαι εδώ, το κέρατό μου…»
-«Το χτυπάω το ΦΠΨ, μάνα, και αν δεν ανέβουν πολύ οι βάσεις, μπαίνω κι Αθήνα.»
Και σκύβει ο Παντελής, για τον φτάσει η γιαγιά Ερμιόνη που έχει ελευθέρας φιλιού και ανακατέματος μαλλιών, ενώ ταυτόχρονα τον σταυρώνει και τον ξεματιάζει…
-«Δηλαδή, μπορεί να περάσεις Επαρχία; Μην κακομελετάς, παιδί μου. Ο Παπαδάκης, είπε, θα ανέβουνε πολύ!» Και με μια δόση ενοχής, που άλλαξε κανάλι, λες και θα της έκοβε την καλημέρα ο Παπαδάκης: «Και στην Τσαπανίδου ένας είπε: «αναμένουμε κατακόρυφη αύξηση στις σχολές υψηλής ζήτησης».
«Πάρτε με τηλέφωνο!» « Πάρτε με τηλέφωνο τώρα!!» Όχι δεν ήταν η νονά που ωρυόταν από το ακουστικό, αλλά η Μενεγάκη με ένα παπούτσι στο χέρι σε γκρο πλαν.
-«Κλείσε, ρε μάνα, την τηλεόραση. Σε σένα μιλάω ή στη Μενεγάκη;»
Τη χαμηλώνει.
-«Πες, πες, πες! σ΄ ακούω, καμάρι μου!»
-«Λατινικά 19, Βιολογία 18,2, Αρχαία 16,4 Λογοτεχνία 19 και Έκθεση …..14.»
-«14;;;; Τι 14;;» Το μισούν σ΄ αυτό το σπίτι το 14. Το 12 καλά να πάθεις, ας πρόσεχες, το 13 να σου γίνει μάθημα- στα ΄λεγα εγώ, το 15 καταπίνεται, το 16 συγχωρείται για μια φορά, αλλά το 14; Πιο ερμαφρόδιτος βαθμός απ΄το 14 δεν υπάρχει. Τι είσαι; αδιάβαστος, αστοιχείωτος, αδικημένος, ανεπίδεκτος, ανεπρόκοπος; Τι είσαι, τέλος πάντων; Και κλέβει και την παράσταση απ΄ όλους τους καλούς βαθμούς σου. Σαν μύγα στο φρεσκοφουρνισμένο ψωμί.
-«Και Λογοτεχνία 19, κυρά- Βασιλική», υπογραμμίζει ο Παντελής κάνοντας και μια στροφή γύρω από τον εαυτό του, κατά παραγγελία της ξεματιάστρας γιαγιάς.
-«Λογοτεχνία 19 και Έκθεση 14; Πού ακούστηκε; Άχυρα έχουν στο κεφάλι τους;»
– Έλα, ρε μάνα! Στην περίληψη μόνο 8 μονάδες απόκλιση είχαν. Είδα τα αποκόμματα. Και στην Ιστορία 9. Σφαγή έγινε, σου λέω.
–Η γιαγιά Ερμιόνη που έχει άνοια κάθε Τρίτη και Παρασκευή, αν και Τρίτη σήμερα: «Μπράβο, παλληκάρι μου, να σκάσει ο Αρβανιτόπουλος, ο θεομπαίχτης, που θέλει μόνον τα ιδιωτικά να περνάνε!!»
-«Έχει αλλάξει ο Υπουργός, γιαγιά! Τώρα είναι ο Φίλης.»
-«Ναι, το ξέρω. Τώρα είναι ο Φίλης Αρβανιτόπουλος. Φτου, φτου, φτου! Μπράβο, αγόρι μου, να του πας τους βαθμούς σου, αγόρι μου, και να του τους τρίψεις στη μούρη. Που έκανε τα αδύνατα δυνατά να μην περάσεις πουθενά, αγόρι μου. Να κλαίει εμένα το παλληκάρι μου πάνω απ΄ την Ιστορία Κατεύθυνσης!!!»
Η αδερφούλα: «Η νονά σου λέει τι βγαίνεις από το Φ.Π.ψ ; ….. και να πας από κει.»
-«Φονικό Πολυεργαλείο Ψυχής, πες της, και θα πάω αύριο.»
-«Οι άλλοι πώς πήγανε, αγόρι μου; Η Σοφία; Ο Σάκης; Η Μαριάνθη, ο Τασούλης;»
-«Η Σοφία περνάει όπου θέλει, ο Σάκης πάτωσε, αλλά δεν τον νοιάζει, η Μαριάνθη ένα Τ.Ε.Ι. το χτυπάει, ο Τάσος δεν ήθελε καν να πάει να δει.»
– Η γιαγιά Ερμιόνη: «Να προσέξεις τώρα με το μηχανοστάσιο. Να δηλώσεις σωστά. Παίζει μεγάλο ρόλο.»
-Να κάνεις ό,τι θέλεις, αγόρι μου, θα τα δεις μόνος σου αυτά. Ο Θείος σου όμως είπε ότι με το ΦΠΨ δεν θα βρίσκεις δουλειά, ούτε να την κυνηγάς με το δίκαννο. Ούτε καν Φιλόλογος, λέει, δεν μπορείς να γίνεις!!! Η Νομική, όπως και να το κάνεις, ανοίγει πόρτες.
-Μόνο η Αθήνα, μάνα, έχει 3 φορές περισσότερους δικηγόρους απ΄ ό,τι ολόκληρη η Αγγλία, τι πόρτες ανοίγει;
-«Ε, βγάλτε το ρημάδι το κλειδί να ανοίγει!!!! Θα πιάσουμε καμιά φωτιά και θα γίνουμε δαδιά εδώ μέσα.» Η γιαγιά από δίπλα, που την κλειδαμπαρώνουν ακόμη και όταν ποτίζουν τις γλάστρες, γιατί μια φορά τους έφυγε, την ψάχνανε πρωί και απόγευμα μαζί με τη Νικολούλη, για να τη βρουν τελικά στο Σχιστό να παζαρεύει ένα χαλί.
«Ναι, αγόρι μου, εσύ ξέρεις καλύτερα, απλώς ο Θείος λέει…» και βλέποντας η μάνα τη φλέβα στον κρόταφο του Παντελή να παίζει τσέλο, μοναδική κληρονομιά απ΄ τον πατέρα του, την οποία δε μπόρεσε να αποποιηθεί, κατάπιε τα σύμφωνα σαν στραγάλια.
-«Όχι, Λεβέντη μου! Άσε το θείο σου να λέει. Πέρνα εσύ κι ας είναι και ΦΠΨ κι ας είναι και στο Ρέθυμνο. Εμείς το σκατό μας παξιμάδι θα κάνουμε, αλλά τη Σχολή θα τη βγάλεις. Αυτό το έχει ακούσει τόσες φορές σ΄αυτό το σπίτι εδώ και τρία χρόνια, που τα κρητικά ντάκος κόπηκαν μαχαίρι και τις σαλάτες με κρουτόν στα GOODY’S ούτε που να τις δει.
Όποιος έχει περάσει από Πανελλήνιες ξέρει ότι είναι σαν να έχεις περάσει από τούρκικες φυλακές. Μπορεί να μην ξέρεις ποιο ακριβώς είναι το έγκλημά σου, αλλά την ποινή τη θυμάσαι για πάντα. Κι αν βγεις από αυτό το ίδρυμα, που λέγεται Πανελλήνιες, δικαιωμένος, ή αδικαίωτος, δεν είσαι ποτέ πια ο ίδιος.
Αφού λογοδοτήσεις στους συγγενείς σου, που ένα καλοκαίρι δεν θυμήθηκαν να σε καλέσουν να κάνεις τα μπάνια σου στο νησί και τώρα δεν μπορούν να κοιμηθούν αν δεν μάθουν τι έκανες εσύ με τη θεατρικότητα του Βιζυηνού,
αφού χάσεις κάνα δύο φίλους στην πορεία,
αφού ανεβοκατέβεις το ασανσέρ της αυτοπεποίθησης, μια σαΐνι, μια μπούφος και τούμπαλιν,
αφού κλάψεις κρυφά πάνω από το βιβλίο κατεύθυνσης, και βρίσεις φανερά προς πάσα κατεύθυνση
αφού λαχταρήσεις τον ύπνο πιο πολύ κι από το σεξ με την Αντριάννα Λίμα,
αφού ξεχάσεις μπάσκετ, κιθάρες, συναυλίες και βόλτες στην Τεχνόπολη
αφού φορέσεις ό,τι κομποσχοίνι σου δώσουν
και αφού καρφιτσώσεις φυλαχτό μέχρι και στο βρακί σου, καταλαβαίνεις ότι πρέπει επιτέλους να πιστέψεις σε σένα. Και να πάρεις τον εαυτό σου από το χεράκι να τον πας σέρνοντας, όπως σε πήγανε κάποτε στο νηπιαγωγείο, εκεί όπου είναι τα όνειρά σου.
Κάτι η Μενεγάκη που εδώ και ένα τέταρτο χαμογελούσε στο φακό με μια σαγιονάρα στο χέρι, κάτι η γιαγιά που του έδινε τη σύνταξη τριών μηνών, για να πάει 5 μέρες στην Αντίπαρο με τη συμμορία, κάτι τα τηλέφωνα που χτυπούσαν ασταμάτητα, λες και έβαλε το γκολ της πρόκρισης με την Κόστα Ρίκα, κάτι που μπορούσε, επιτέλους, να κοιμηθεί, αλλά τώρα δεν ήθελε, κάτι τον έπιασε. Σαν να δίνει αύριο και δεν έκανε επανάληψη, σαν να τον απολύσανε από την πρώτη του δουλειά, σαν να του ήρθε το χαρτί να πάει φαντάρος, σαν να έμεινε έγκυος η γυναίκα του, σαν να έμπλεξε η κόρη του με ναρκωτικά.
– «Μάνα φεύγω»… και ανοίγει την πόρτα.
-Κάτσε, παιδί μου, τι φεύγεις; Πώς φεύγεις; Πού πας; Τι να σου μαγειρέψω;
– Μάνα πέρασαααααα…
… απέναντι.