Τον Mark Mazower τον αγαπάμε στην Ελλάδα γιατί έχει ασχοληθεί πολύ με τα Βαλκάνια. Με αγάπη, μεράκι και το μοναδικό του στυλ. Το τελευταίο του βιβλίο μου είχε ξεφύγει. Το πέτυχα κατά λάθος σε ένα γραφείο πριν από ραντεβού. Από εκείνη την ώρα το πάω μονορούφι. Για μια ακόμα φορά υποκλίνομαι!
Το Σάντο Στέφανο είναι το μικρότερο νησάκι, στο οποίο δεσπόζουν ακόμη και σήμερα τα χορταριασμένα ερείπια της εξαιρετικής φυλακής που είχαν κτίσει οι Βουρβόνοι σύμφωνα με τις αρχές του Μπένθαμ στα τέλη του 18ου αιώνα. Το λίγο μεγαλύτερο Βεντοτένε ήταν το διοικητικό κέντρο της φυλακής υπό τον φασισμό και εδώ, όπου τίποτε άλλο εκτός από τον απειλητικό βράχο του Σάντο Στέφανο δεν σπάει τη μονοτονία του ορίζοντα, ήρθε τα πρώτα χρόνια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου μια μικρή ομάδα Ιταλών πολιτικών κρατουμένων για να μελετήσει τις αιτίες των δεινών της Ευρώπης και να προτείνει ένα καλύτερο μέλλον. Το κείμενο τους ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 1941 και έμεινε γνωστό ως «Μανιφέστο του Βεντοτένε». Ο κύριος συντάκτης του, ένας νεαρός ακτιβιστής ονόματι Αλτιέρο Σπινέλι, που είχε έρθει προσφάτως σε ρήξη με το Κομμουνιστικό Κόμμα, θα γινόταν θρυλικό πρόσωπο στο πάνθεον του μεταπολεμικού ευρωπαϊσμού, υποστηρικτής του φεντεραλισμού και της ενοποίησης, και θα διαδραματίσει μέχρι τον θάνατο του το 1986 εξέχοντα ρόλο στην πορεία για την ένωση της Ευρώπης.
.
Το Μανιφέστο ξεκινούσε φυσικά με την αποτυχία της Κοινωνίας των Εθνών και την άνοδο του φασισμού και του ναζισμού. Κατάγγελλε τόσο την αφελή εμπιστοσύνη της Κοινωνίας των Εθνών στο διεθνές δίκαιο όσο και την ειδωλολατρία του φασισμού απέναντι στο κράτος και υποστήριζε ότι το εθνικό κράτος έχει καταντήσει να συνιστά απειλή για την ειρήνη. Η Ευρώπη δεν χρειαζόταν μια ακόμη Κοινωνία των Εθνών αλλά μια πλήρως αναπτυγμένη ομοσπονδία. Το Μανιφέστο επέκρινε με ματσινικά επιχειρήματα τους κομμουνιστές επειδή εγκωμίαζαν τις αρετές της ταξικής σύγκρουσης. Μολονότι ο Σπινέλι είχε απαρνηθεί τον κομμουνισμό, η πρότασή του ήταν από πολλές απόψεις μια συγγενική εκδοχή. Οι «προοδευτικές δυνάμεις» που πίστευαν στην ομοσπονδία θα δρούσαν στο όνομα των «μαζών», αλλά η μειονότητα των «σοβαρών διεθνιστών», η οποία θα ήταν ικανή να δράσει αποφασιστικά με λενινιστικό τρόπο, θα καθοδηγούσε κατά τις κρίσιμες στιγμές της κατάρρευσης του φασισμού και του ναζισμού, στιγμές «στη διάρκεια των οποίων οι λαϊκές μάζες περιμένουν ανήσυχα ένα νέο μήνυμα».
Κάπως έτσι αρχίζει το νέο βιβλίο του Mark Mazower. Αν ψάχνετε “συμπέρασμα” ναι, το έχει και αυτό στο τέλος καθώς σχολιάζει τους ανθρώπους που έχουν συγκεντρώσει τον πλούτο.
Ο χρόνος θα δείξει αν είναι πλέον ικανοί να κυβερνούν. Αν αποδειχθεί πως δεν είναι ικανοί, η ευθύνη δεν θα είναι μόνο δική τους. Η δημοτικότητα του κράτους και της κυριαρχίας στα μέσα του 20ού αιώνα οφείλεται μεταξύ άλλων στο γεγονός ότι είχαν αποδείξει την ικανότητά τους υπό ακραίες συνθήκες. Οι ολοκληρωτικοί πόλεμοι του 20 ού αιώνα διεξήχθησαν από κράτη που κινητοποίησαν ολόκληρες κοινωνίες στη βάση των κοινών κινδύνων και εμπειριών.
Δημιουργώντας πρότυπα αμεροληψίας, αλληλεγγύης και θυσίας, μετασχημάτισαν τις στάσεις του κόσμου κατά τρόπους που διατηρήθηκαν και στην ειρηνική περίοδο. Χωρίς παρόμοιο μετασχηματισμό στις απόψεις μας για τη φύση της κυβέρνησης, το δημόσιο συμφέρον και τον ρόλο του κράτους, χωρίς να αναπτύξουμε ένα νέο είδος πίστης στη συλλογική ικανότητά μας να διαμορφώνουμε το μέλλον, δεν θα υπάρχει κανένα πραγματικό κίνητρο για να αλλάξουν οι πολιτικοί μας. Μπορεί οι ψηφοφόροι να μην εμπιστεύονται τους πολιτικούς -οι σφυγμομετρήσεις δείχνουν την εμπιστοσύνη σε αυτούς να πέφτει σε νέα χαμηλά επίπεδα-, αλλά οι πολιτικοί δεν έχουν λόγο να ανησυχούν όσο καιρό αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης δεν μετασχηματίζεται σε κινητοποίηση, αντίσταση και συνεχή πίεση για μεταρρύθμιση.
Όχι ιδιαίτερα αισιόδοξος. Είναι από τα βιβλία που αξίζουν πιο πολύ για την ανάλυση καθώς αρχίζει από τις πρώτες προσπάθειες παγκόσμιων οργανισμών και περιγράφει τις εξελίξεις, παρά για κάποιο μπλα μπλα στο τέλος όπως αυτό εδώ που σε ψυχοπλακώνει:
Στη συνεχιζόμενη εξατομίκευση της κοινωνίας, πολίτες και τάξεις έχουν εξαφανιστεί ως δυνάμεις αλλαγής και έχουν δώσει τη θέση τους σε έναν κόσμο ατόμων που συνενώνονται ως καταναλωτές προϊόντων ή πληροφοριών και εμπιστεύονται το διαδίκτυο περισσότερο από ό,τι τους πολιτικούς εκπροσώπους τους ή τους ειδήμονες τους οποίους παρακολουθούν στην τηλεόραση. Σήμερα οι κυβερνητικοί θεσμοί έχουν ξεχάσει την αρχή της πολιτικής που έχει τις ρίζες της στις συλλογικές αξίες του res publica, παρότι εξακολουθούν να υπερασπίζονται τον «πολιτισμό του κεφαλαίου». Όσο για τις τελετουργίες της διεθνούς ζωής, αυτές είναι εδραιωμένες για τα καλά. Οι αρχηγοί κράτους από όλο τον κόσμο συρρέουν κάθε χρόνο στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών. Συζητούν για μεταρρυθμίσεις και κάνουν μεγαλεπήβολες δηλώσεις για παγκόσμιους στόχους, οι περισσότεροι από τους οποίους μένουν στα χαρτιά. Πολιτικοί, δημοσιογράφοι, τραπεζίτες και επιχειρηματίες κάνουν το προσκύνημά τους στο αυστηρά φρουρούμενο Νταβός στις Άλπεις επιδιώκοντας να επιβεβαιώσουν μέσα από αυτόν τον θρίαμβο της εταιρικής πατρωνίας ότι υπάρχει μια παγκόσμια άρχουσα ελίτ και οι ίδιοι ανήκουν σε αυτή Οι πολιτικοί εκπρόσωποι μας συνεχίζουν να μεταβιβάζουν την εξουσία σε ειδήμονες και ιδιοτελείς αυτορρυθμιζόμενους φορείς στο όνομα της αποτελεσματικής παγκόσμιας διακυβέρνησης, ενώ τους παρατηρεί ένα σκεπτικιστικό και αποξενωμένο κοινό. Η ιδέα της κυβέρνησης του κόσμου γίνεται το όνειρο του χθες.