Τις προάλλες αντίκρισα μια εικόνα που με γύρισε σε εκείνο το μαγικό καλοκαίρι του 1994. Τότε που μέθαγα με θάλασσα τα πρωινά, χόρταινα αγκαλιές την άσφαλτο τ’ απογεύματα και τα δειλινά έπνιγα τη βρυσούλα της πλατείας με φιλιά μέχρι να με ξεδιψάσει.
Ήταν μια φωτογραφία από τα νιάτα μου, που με ταρακούνησε τόσο δυνατά όπως έκανε η μάνα μου για να πάω σχολείο. Ανάμεσα στις φυλλωσιές, το γαρμπίλι και τις σκιές αχνοφαίνονταν τρία παιδιά να παίζουν. Όπως και τότε φώτισε το πρόσωπο μου από χαρά, όπως παλιά ο χοντρουλής, ο ψηλός και ο τσιλιβήθρας παίζανε ποδόσφαιρο με μια αυτοσχέδια μπάλα και μάτωναν γόνατα και αγκώνες γελώντας φωναχτά.
Μόνο και μόνο στη θύμηση εκείνης της ανάμνησης, στροβίλισε το στομάχι μου και γούρλωσαν τα μάτια μου γιατί το Μουντιάλ του 1994 ήρθε και έδεσε μια σειρά γεγονότων που με χάραξαν για πάντα.
Οι οιωνοί είχαν ξεπροβάλει από νωρίς στον Αττικό ουρανό όχι σαν τη μεγάλη ή τη μικρή Άρκτο αλλά σαν την αλεπού του Γιάννη Πάριου. «Γεια σου Ελλάδα» σε μουσική Μάριου Τόκα και στίχους Κώστα Φασούλα τραγουδάγαμε στη τάξη λίγο πριν το μπουγέλο, στο αυτοκίνητο πριν πάμε θάλασσα και στο μπαλκόνι αγκαλιά με το μπαμπά μέχρι το πρωί που άρχιζε το ματς.
Στο χορτάρι τα γκολ έπεφταν βροχή, όλα στην εστία μας βέβαια αλλά διόλου με ενοχλούσε. Έβλεπα το μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό γεγονός του πλανήτη όπου διεξαγόταν σε μια χώρα της οποίας η σημαία με ζάλιζε καθώς κυμάτιζε. Ήταν το παγκόσμιο κύπελλο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και ανάμεσα στο μπλε και το κόκκινο υπήρχε το γαλανόλευκο με χιλιάδες ανθρώπινες ψυχές να φωνάζουν δυνατά «Πάμε Ελλαδάρα!».
Ο Σαραβάκος, ο Μαχλάς, ο Νιόπλιας, ο Μητρόπουλος, ο Κωφίδης, ο Αποστολάκης και ο Ατματζίδης ήταν τα πρώτα χαρτάκια της Πανίνι που είχα κολλήσει στο άλμπουμ – ευαγγέλιο. Σαν τρελός τα μάζευα και περίμενα πως και πως το διάλειμμα για να βγούμε στην αυλή και να τα αλλάξουμε με τα άλλα παιδιά.
Ο κυρ Παναγιώτης ή γνωστός ως «Εβγατζής» σήκωνε τους ώμους κάθε φορά που πήγαινα να πάρω και άλλα φακελάκια με χαρτάκια λέγοντάς μου «Τι να σε κάνω… δεν έχω φέρει καινούργια.. πάνε στο περιπτερά!!» και εγώ κάθε φορά απαντούσα «Μα αυτός με έστειλε σε εσάς μήπως και έχετε φέρει!!».
Μαζευόμασταν στις αυλές και απλώναμε κατάχαμα σε μαρμάρινη τσόχα ήρωες μακρινούς από τη Αργεντινή έως τη Νιγηρία και από το Καμερούν έως την γείτονα Ιταλία. «Δώσ’ το σε εμένα… όχι είναι δικό μου… μα εσύ το έχεις διπλό!!.. δεν πειράζει το θέλω ξανά..».
Ήταν ο Ρομπέρτο Μπάτζιο από την Ιταλία, ο επονομαζόμενος και «μικρός βούδας». Εκείνος ο γίγαντας που φόραγε τη φανέλα με το 10 και κουβάλησε στις πλάτες του έναν ολόκληρο λαό μέχρι το τελικό εναντίον της Βραζιλίας.
Κάθε βράδυ περίμενα πότε θα παίξει η «Σκουάτρα Ατζούρα», πότε θα βάλει γκολ ο Μπάτζιο και σαν χαράξει το επόμενο πρωί να ξαναπαίξω μπάλα, να ντριμπλάρω, να πασάρω και να σκίσω τα δίχτυα (τρόπος του λέγειν) όπως εκείνος που δεν με απογοήτευσε ποτέ καθώς σκόραρε κάθε βράδυ έως το τελικό.
Τότε τον έφερε η μοίρα να σουτάρει μετά από εκατόν είκοσι λεπτά μιας τιτανομαχίας στα όρια του φανταστικού το τελευταίο πέναλτι που έκρινε ποια ομάδα θα σηκώσει το «Κόπα ντελ Μόντο» που λένε οι μακαρονάδες φίλοι μας ή αλλιώς το άγιο δισκοπότηρο του αθλητισμού, το παγκόσμιο κύπελλο του βασιλιά όλων των σπορ.
Σε μια σκηνή βγαλμένη από κόμικς ο Ρομπέρτο καταβεβλημένος από την υπερπροσπάθεια, έστησε τη μπάλα 11 βήματα μακριά από το τερματοφύλακα, περπάτησε άλλα τόσα προς τα πίσω, έβαλε τα χέρια στη μέση, πήρε μια βαθιά εισπνοή και έτρεξε να την χαϊδέψει για μια τελευταία φορά.
Το δεξί του πόδι την έστελνε πάντα στο πλεχτό μα την ύστατη εκείνη στιγμή, τότε που όλοι κλείσαμε τα μάτια και κρατήσαμε την αναπνοή μας σφιχτά, η στρογγυλή θεά χάθηκε μακριά. Ο έως τότε σωτήρας ενός έθνους έμενε ακίνητος με το κεφάλι σκυφτό καθώς οι κάμερες απαθανάτισαν το τελευταίο καρέ.
Η επιτυχία από την αποτυχία απέχει τόσο όσο μετράς πριν πεις το φτου ξελευτερία ένα ζεστό καλοκαιρινό βράδυ, όσο διηγείσαι μια ιστορία για μυθικούς ήρωες μέχρι να σβήσει η λάμπα του δρόμου, όσο στροβιλίζει η μπάλα στον αέρα, όσο μια ανάσα.
Είκοσι χρόνια μετά η εθνική ομάδα μας αγωνίζεται στη Βραζιλία και εγώ ευρισκόμενος χιλιάδες μίλια μακριά περπατώντας ένα σούρουπο έξω από μια μικρή πλατεία σε ένα στενό στα Πατήσια θυμήθηκα γέλια ολόψυχα και μαύρο κλάμα με αναφιλητά. Άλλωστε, το ποδόσφαιρο ήταν πάντα το ποιο σημαντικό από τα λιγότερο σημαντικά κομμάτια στη ζωή μου. Αυτές για μένα ήταν, είναι και θα είναι οι μέρες Μουντιάλ όπως κάποτε που ήμασταν παιδιά…
«Στη Βραζιλία ήρθα»