Την ώρα που πέρναγα σήμερα το μεσημέρι τη Golden Gate το ραδιόφωνο έπαιζε Mad Season ‘I don’t know anything’ και καθώς το αμάξι ανεβοκατέβαινε ρυθμικά στο άνω επιτρεπτό όριο ταχύτητας πάνω στα σιδερένια διαχωριστικά της μου ‘ρθε flash back απ’ τα παλιά: ένα νοικιασμένο jeep να χοροπηδάει καθώς παίρνει οριακά ανοιχτά τις στροφές λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη.
Ήταν οι εποχές που όλο και κάπου εκτός Αθηνών πηγαίναμε. Ήταν οι εποχές που κάποιοι από την παρέα βρίσκονταν ακόμα στο εξωτερικό για σπουδές την ίδια στιγμή που όσοι εργαζόμασταν τσοντάραμε, μετρώντας χιλιάρικα, για να τους κάνουμε εισιτήρια δώρο. Ήταν οι εποχές που οι συναντήσεις μας στην Ευρώπη κανονίζονταν μέσω γραμμάτων (που έφταναν με τη βοήθεια των Ελληνικών Ταχυδρομείων σε φακέλους με μισοσβησμένο το μελάνι στη διεύθυνση του αποστολέα), καρτ-ποστάλ και υπεραστικών τηλεφωνημάτων που κάναμε απ’ τα γραφεία σε εστίες και Πανεπιστήμια. Ήτανε οι εποχές που ταξιδεύαμε για να εισπράξουμε κάτι από το ‘πολιτισμικό σοκ’ που τόσο αποζητούσαμε και να ειδωθούμε με τους κολλητούς μας. Καβαλάγαμε αεροπλάνα, τρένα και ΚΤΕΛ για να μετακινηθούμε, καταφέρνοντας να μικραίνουμε επιτυχώς τις αποστάσεις μόνο και μόνο με την λαχτάρα της προσμονής τής συνάντησης.
Αρκετά συχνά ξεκινάγαμε τη διαδρομή προς το Ελληνικό με αρκετή δυσκολία λόγω πρωινού ξυπνήματος και έχοντας πάντα μια μικρή αμφιβολία στο πίσω μέρος του μυαλού μας για το αν έπρεπε να κατευθυνθούμε στο Δυτικό ή Ανατολικό. Άλλοτε, πήζαμε νωρίς το απόγευμα της Παρασκευής σε απελπιστική κίνηση στον Περιφερειακό της Κατεχάκης και καβαλάγαμε κράσπεδα, σε όποια διαπλάτυνση αυτό ήταν εφικτό, για να μην χάσουμε την πτήση μας. Εντωμεταξύ, καπνίζαμε στο δρόμο με αγωνία, ψάχναμε στην τσάντα μας για ακόμα ένα πακέτο τσιγάρα, κινητά δεν είχαμε για να ειδοποιήσουμε τον συνταξιδιώτη ότι είμαστε πρακτικά ακινητοποιημένοι, ούτε καν θυμόμασταν μερικές φορές ποιός έχει τα εισιτήρια καβατζωμένα, ούτε και πάντα είχαμε κοιτάξει προσεκτικά ότι όλες οι λεπτομέρειες πάνω στο εισιτήριο ήτανε κι οι σωστές.
Στα αεροδρόμια τύχαινε και συναντάγαμε γνωστούς που πηγαίνανε σε διαφορετικό ή στον ίδιο με το δικό μας προορισμό: τη Ζήνα έτοιμη για δίμηνη τουλάχιστον παραμονή στο κάμπινγκ να τρώει τα νύχια της επειδή η πτήση της είχε καθυστέρηση και την περιμένανε στη Θεσσαλονίκη (η καθυστέρηση στην Αθήνα λογιζόταν ως τέτοια μετά τα 45 λεπτά της ώρας), το Δημήτρη με ελεγχόμενο hangover από το Rock of Gods να σπρώχνει ξημερώματα μπάλες beach volley προς το check in, το Βασίλη να ανεβαίνει τρέχοντας τις κυλιόμενες σκάλες στο Gatwick για να προλάβει το αεροπλάνο του για Σκωτία…
Ήταν εποχές γεμάτες με ενσταντανέ μιας ακούραστης και λαμπερής νιότης: θερμές αγκαλιές καλωσορίσματος στο σιδηροδρομικό σταθμό της Σεβίλλης (η Αλέκα και η Νικόλ σοκάρονται από το βάρος που έχω πάρει στην αλλοδαπή, αλλά το χειρίζονται διακριτικά). Απίστευτα γέλια μπερδεμένα με κουτάκια μπύρας με το Νίκο και τη Ρένη σε στάση του ισπανικού ΚΤΕΛ κάπου μεταξύ Σεβίλλης και Σαλαμάνκα. Ομιχλώδεις νυχτερινές περιηγήσεις με φόντο την κεντρική πλατεία της Σαλαμάνκα (πάλι). Στρωματσάδα και συζητήσεις μέχρι πρωίας με το Γιώργο, τη Μαρία και τον Κώστα στο Elephant and Castle, στο Pimlico και στη Χάγη. Γύρω – γύρω χωρίς ελπίδα στην circle line του αγγλικού μετρό με την Αλέκα, τη Γεωργία, τον Κώστα και τη Ρένη. Νυχτοπερπατήματα και night bus στο τουριστικό Χριστουγεννιάτικο Λονδίνο. Πόδια ξεκάλτσωτα μέσα στην πρωινή πάχνη σε αγρούς του Ανατολικού Λονδίνου λίγο πριν τρέξει ο πρώτος συρμός της μέρας. Δύο μέρες στη Μαδρίτη (εκ των οποίων η μισή μέσα στο Πράδο) χωρίς αποσκευές παρά μόνο με την κλασική μαύρη τσάντα μου παραγεμισμένη με λίγες πεσέτες και αναπτήρες. Κόσμος να εμφανίζεται απρόσμενα στη Χαλκιδική την ώρα που ανοίγεις το παράθυρό σου. Πήγαινε-έλα στην Κέρκυρα μέσω δύο πορθμείων με αρχαία λεωφορεία συν έξτρα μπόνους το δίωρο και παραπάνω ταξίδι με το πλοιάριο από την Ηγουμενίτσα (απαραίτητες φωτογραφικές λήψεις στο κατάστρωμα τη στιγμή που διακρίνονται τα Μουράγια). Τηλεφωνήματα από θαλάμους του ΟΤΕ ‘βρίσκομαι κοντά στο σπίτι σου, κατέβα για καφέ’. Απανωτά Σαββατοκύριακα στην Πάρο με συμβατικά πλοία και βόλτες στο κατάστρωμα. Αναχωρήσεις από το Σταθμό Λαρίσης για την συμπρωτεύουσα με τη διαδρομή να σπάει το φράγμα των έξι ωρών. Περνάμε κάτω από τη Μάγχη καταφθάνοντας στο αριστουργηματικό Παρίσι με τον Κώστα. Αλλοεθνείς φίλοι φίλων και συνομιλίες σε όλες τις γλώσσες με την πολύτιμη επεξηγηματική συνδρομή χειρονομιών και αλκοόλ σε διαμερίσματα που ποτέ δεν καταλάβαμε ποιός τελικά έμενε εκεί μέσα.
Ήτανε εποχές που άφησαν πίσω τους μια μαγεία σχεδόν κινηματογραφική και μια αδιόρατη απορία ‘συνέβη όντως ρε παιδιά;’
Και τώρα τι γίνεται;
Γυρνάμε ακόμα, όσο μπορούμε και όσο μας το επιτρέπουν οι υποχρεώσεις μας. Στο βιομηχανικό Σιάτλ μια πόρτα συνεδριάσεων ανοίγει και εμφανίζεται το γοητευτικό μουτράκι τής Αλέκας, κρατάω sac voyage και έχω στα μάτια μου την αγωνία του ερωτευμένου. Ο Σπύρος επισκέπτεται την Ελένη στο Όσλο για Σαββατοκύριακο, η Αρετή πηγαινοέρχεται από Καζαμπλάνκα – Αθήνα με άνεση περισσή και την αυτοπεποίθηση μιας πραγματικής jet-setter…
Ο κόσμος εξακολουθεί να φαντάζει στα μάτια μας σαν μια μπάλα όπου οι αεροπορικές διαδρομές ζωγραφίζουν πάνω της ελλειπτικές φωτεινές γραμμές.