– Σ’ ευχαριστώ, για όλα όσα έκανες.
– Εύχομαι να μπορούσα να κάνω περισσότερα.
– Έκανες περισσότερα απ’ ότι χρειάζονταν.
Δεν θυμάμαι πως ή πότε μπήκα στο αυτοκίνητο. Πότε γύρισα το κλειδί; Πως μπόρεσα να βάλω μπρος και να φύγω και να σε αφήσω μόνη σου να περπατάς, να φεύγεις όπως έφυγα, με γυρισμένη την πλάτη;
Και τώρα η ανάσα μου βρωμάει στάχτες και αλκοόλ και το δωμάτιο στροβιλίζεται και η καρδία μου βαράει δυνατά και κάθε φορά που κλείνω τα μάτια μου για να ξεχάσω μυρίζει το άρωμα σου. Δεν μπορώ να θυμηθώ το τελευταίο μας φιλί.
Τι ψεύτης.
Θυμάμαι ακόμη πως με έσφιξες λίγο πιο σφιχτά από τις άλλες φορές. Θυμάμαι πως το φιλί σου κράτησε λίγο πιο πολύ από τις άλλες φορές. Θυμάμαι πως η γλύκα του κάθε μας φιλιού σκεπάστηκε με μια, τόσο λίγη, πίκρα. Γιατί αυτό το φιλί ήταν το τελευταίο μας. Σαν ερωτευμένος πρωτάρης είχα πιάσει άτσαλα τα μπράτσα σου και σε κρατούσα κοντά στο σώμα μου και σε έσφιγγα γιατί ίσως, τελικά, να είχα καταλάβει ότι φεύγεις οριστικά.
Σε μια άλλη ζωή θα περιμέναμε τα Χριστούγεννα με ανυπομονησία. Θα περιμέναμε τα πρώτα χιόνια κοιτάζοντας κάθε λίγο και λιγάκι από το παράθυρο μας σαν κατενθουσιασμένα παιδάκια, μπας και σκεπαστεί το όνειρο που νιώθουμε ότι ζούμε με μια ολόλευκη κουβέρτα. Σε μια άλλη ζωή θα κοιτούσαμε το τζάκι και θα άπλωνες το χέρι σου να με βρεις και θα μου έλεγες: Σ’ αγαπώ.
Σε μια άλλη ζωή, θα ήμασταν μαζί.
Βήχω, πονάω, γυρνάω και ξαπλώνω στο πλευρό μου και το όνειρο εξαφανίζεται και γίνεται καπνός. Κλείνω τα μάτια μου ξανά, και αρχίζω και μουρμουράω μοναχός:
– Αφού εσύ είσαι εγώ
– Αφού εσύ είσαι εγώ, ψιθυρίζεις σα μια σύγχρονη Ηχώ ερωτευμένη με τον Νάρκισσο σου…
– Πως μπορώ να σε αφήσω;
– Πως μπορώ να σε αφήσω;
– Δεν γίνεται.
– Δεν γίνεται.
Σε βλέπω πίσω από τον καθρέφτη, να αφήνεις ένα σημείωμα μέσα στον ατμό, να ζωγραφίζεις χαζές καρδούλες απ’ αυτά με τα βέλη που τα τρυπάνε γιατί η αληθινή αγάπη, λες, πονάει. Τόσο κοντά, τόσο σχεδόν ίδιοι. Δυο αντικριστά πλάσματα χωρισμένα μοιραία από ένα λεπτό ασημένιο φύλλο. Σε βλέπω, με βλέπεις, και ισιώνω την παλάμη μου και την ακουμπάς και εσύ, και αγγίζουμε και οι δυο τον καθρέφτη και εκεί στην άκρη που συναντιούνται τα ειδώλια μας πιάνουμε το παγωμένο τζάμι που θολώνει απ’ τα χνώτα μας.
Αφού εσύ είσαι εγώ. Και όταν σε πονάω, και εγώ πονώ. Σε κοιτάζω στον καθρέφτη και θυμάμαι πως πετούσαμε ο ένας το μαχαίρι στον άλλον και κοβόμασταν. Πονούσα, πονούσες, θύμωνες, θύμωνα, και τα λόγια, μαχαίρια, φεύγανε και βρίσκανε τον στόχο τους. Πάρε, στην καρδία. Και πληγώνοντας, πληγώνομαι. Και εσύ μετά. Σειρά σου. Σου επιστρέφω το μαχαίρι και τώρα κόβεις εσύ:
– Φύγε.
Και πονάς.
– Φύγε μακριά.
Και όταν με κόβεις, κόβεσαι και εσύ.
– Φύγε μακριά, και μη ξανάρθεις.
Και σκοτώνοντας με, πεθαίνεις.
Τραβάω το χέρι μου απότομα μα κάτι έχει αλλάξει. Κάτι τραβάει το χέρι μου, κάτι σφίγγει το δάχτυλο μου, και το μεθυσμένο μου όνειρο κατακλύζεται από λεπτές κόκκινες κλωστές. Πέφτουν από τον ουρανό και γεμίζουν το άδειο δωμάτιο και μπλέκονται η μια επάνω στην άλλη και πέφτουν και με δένουν από παντού.
Θυμάμαι.
Θυμάμαι.
Θυμάμαι τότε που γονάτισα μπροστά σου και σε πήρα απ το χέρι και με ρώτησες γεμάτη έκπληξη:
– Τι κάνεις εκεί;
Τι έκανα; Έβαζα το χέρι στην τσέπη μου και σε έβλεπα που έτρεμες από συγκίνηση, από ευτυχία. Και έβγαλα μια αόρατη κλωστή που εσύ, όμως, ήξερα ότι την έβλεπες. Ένα νήμα που στην μία άκρη ήταν η ψυχή μου και στην άλλη ήσουνα εσύ. Ένα νήμα που όσο και αν απομακρυνθούμε, όσο και αν αποχωριστούμε, όσο και αν τεντώνει, και μπλέκεται, και μπερδεύεται – δεν μπορεί να σπάσει.
Δεν μπορεί να κοπεί.
Και πήρα αυτό το νήμα και το έδεσα λίγο πιο σφιχτά γύρω από το λεπτό σου δάχτυλο και το πρόσωπο σου έλαμψε. Έλαμψε ψυχή μου. Όλες οι σκοτούρες σου έλιωσαν για μια στιγμή, και κατάλαβες αυτό που σου έλεγα τόσο καιρό σε τόσες ιστορίες – ότι έχει ατελείωτη δύναμη η ψυχή μου. Ότι μπορεί να διασχίσει θάλασσες του χωροχρόνου για να έρθει και να σε βρει. Για να κολυμπήσει μαζί με την δική σου σαν δύο δελφίνια περιλουσμένα από χρυσαφένιο, καλοκαιρινό αφρό.
Μια λεπτή κόκκινη κλωστή μας κρατάει.
Μια λεπτή κόκκινη κλωστή μας ενώνει.
Μια λεπτή κόκκινη κλωστή θα μας φέρει κάποτε ξανά κοντά.
Σε αγκάλιασα γονατιστός, το πρόσωπο μου είχε θαφτεί στα ρούχα σου και μου χάιδευες τα μαλλιά μου.
– Σ’ ευχαριστώ, για όλα όσα έκανες.
– Εύχομαι να μπορούσα να κάνω περισσότερα.
– Έκανες περισσότερα απ’ ότι χρειάζονταν. Από την αρχή, μέχρι το τέλος.
– Μέχρι το τέλος; σε ρωτάω.
– Μέχρι το τέλος, απαντάς.