Δεν είμαι καλός στο πόκερ. Δηλαδή λίγες φορές έχω παίξει. Θυμάμαι μικρός που με κορόιδευαν στην παρέα γιατί η μόνη φορά που μπλόφαρα πετυχημένα ήταν ανάποδη. Νόμιζα ότι είχα φοβερά χαρτιά ενώ δεν είχα. Και έχασα θεαματικά αλλά με πολύ σιγουριά στα μάτια. Αν ξαναπαίξω θα ξυρίσω τα φρύδια μου για να μην προδίδουν τι σκέφτομαι. Θα φορέσω και περούκα για να μην γυαλίζει η καράφλα όταν νομίζω ότι κερδίζω. Και γυαλιά ηλίου, τελοσπάντων ίσως βάλω μια μπούρκα για να ξεμπερδεύω. Δεν ξέρω ακριβώς, μην με αγχώνετε. Όταν ο Θεός έφτιαξε τον σφυροκέφαλο καρχαρία δεν σκέφτηκε να φτιάξει και προκοκέφαλο μετά.
Αλλά δεν είμαι από αυτούς που μπορείς να τσαντίσεις και να ελπίσεις ότι θα το ξεχάσω. Δεν θα έρθω με ρόπαλο, εγώ θα φέρω φλογοβόλο για το πάρτυ εκδίκησης. Θα μείνεις ανοιχτή πληγή κι εγώ θα κάνω απλωτές σε πισίνα με το αίμα σου με κόκκινο μαγιό. Μπορεί να βάλω και κραγιόν για έμφαση. Αν μπλέξω με τον Σατανά αυτός θα πουλήσει την ψυχή του σε εμένα. Ξέρω ακριβώς πόσα μακαρόνια να βάλω στην κατσαρόλα για να μην περισσέψουν. Ήρθε η Ιταλική κυβέρνηση και μου ζήτησε να υπογράψω συμφωνητικό μυστικότητας. Και ότι κι αν κάνω είμαι απίστευτα σέξι. Άλλοι βλέπουν το ανδρείκελο και εξασκούνται πως να σώζουν ζωές, εγώ το βλέπω και εξασκούμαι πως να φτιάχνω ζωές. Όσες δοκιμάζουν λίγο Αλέκο ψάχνουν μετά απεγνωσμένα να το ξαναβρούν σα μετανάστες στο supermarket, λίγη γεύση από πατρίδα μακρινή κι αγαπημένη. Σαν κάτι κουλτουριάρηδες που πήγανε μια φορά στην Ινδία και μετά μια ζωή κυνηγάνε Ινδικά εστιατόρια για να ξαναζήσουν λίγο – έστω έμμεσα – την εμπειρία.
Είναι ο τρόπος που ρίχνω τις λέξεις. Η πόλη κοιμάται κι εσύ πρώτη φορά τόσο ξύπνια τέτοια ώρα, δεν σε έχω ακουμπήσει ακόμα αλλά οι λέξεις μου μπαίνουν και βγαίνουν παντού γύρω σου, πάνω σου, μέσα σου, ζαλιστικά, ηλεκτρισμένα, πιο καυτές από δέκα Ήλιους, πιο μεθυστικές από μπόμπα σε μπαρ νησιού το καλοκαίρι. Μπορείς να μιμηθείς το φως μου αλλά όχι να γίνεις σαν αυτό. Είναι σαν να πει η Γη στο Φεγγάρι ότι ζηλεύει την ασπράδα του. “Κοίτα πως με έκαναν γαλαζοπράσινη! Σαν να έχω φάει ξύλο είμαι!”
Μετά από όλα που έχω περάσει αρνούμαι να πεθάνω ήσυχα. Απαιτώ να σκάσουν μετεωρίτες και ο ήλιος να αυτοκαταστραφεί ταυτόχρονα με την τελευταία μου πνοή.
Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης είναι ποιητής, εραστής και συγγραφέας. Όταν δεν εκτοξεύει λέξεις που χαϊδεύουν όλο τον πλανήτη του αρέσει να παίζει γκολφ με μικρά πεπόνια.