Η απόσταση σε κάνει να είσαι επιφυλακτικός λένε κάποιοι. Μπούρδες λέω εγώ.
Και ποια είμαι εγώ που το λέω;
Μια μωρέ, που όταν πιάσει το ξεβράκωτο φτερωτό κωλοπαίδι, θα του χώσει την φαρέτρα με τα βέλη στον υπέροχο ροζμπονμπον κώλο του (αφού πρώτα του τον κάνει ριγέ).
Μία, που ακούει μια αντρική φωνή μέσα από το τηλέφωνο (ελαφρύ να ναι το χώμα του Γκράχαμ Μπέλ) κι ανατριχιάζει σύγκορμη σαν να της βάζουν παγάκι στο πετσί.
Τρελή θα με πείτε, κι εγώ δεν θα σας το χαλάσω και θα σας ενισχύσω αυτή σας την πεποίθηση.
Μία που χαίρεται με ένα γέλιο του από την άλλη άκρη της γραμμής κι ας μην το προκαλεί πάντα εκείνη.
Μία, που ενώ ο άλλος είναι 720χλμ μακριά, τον νιώθει κάθε βράδυ να της σκίζει τις σάρκες απ´το πάθος.
Μία που μέσα σε ένα καλοκαίρι έζησε μια ζωή.
Μια που της φτάνει μια στάλα ιδρώτας από το σώμα του άλλου για να ξεδιψάσει.
Μια που διαπιστώνει κάθε μέρα πως για να δεθείς με κάποιον δεν είναι απαραίτητη η φυσική παρουσία του. (Αν και θα την ήθελε όσο θέλει ο ετοιμοθάνατος μια ακόμη ανάσα)
Μια που νιώθει προστατευμένη περπατώντας στον δρόμο με τις λεύκες κι έχει πιάσει κουβέντα με τον Φρέντυ για όνειρα αλλά κι αϋπνίες.
Μια που βρήκε τον έναν της πολύ αργά για να ‘ναι μαζί, όπως το εννοεί ο κόσμος.
Μια που βρίζει αλλά κι ευχαριστεί την τύχη της γι αυτό που ζει καθημερινά.
Μια που “είναι κλεισμένη σε 4 τοίχους και δεν ζει” όπως λένε οι φίλες της, αλλά εκείνη λέει πως βρήκε την Εδέμ της, τους την περιγράφει, αλλά και πάλι αυτήν την Εδέμ δεν την βλέπει καμιά τους.
Μια που γελάει με την ρουτίνα και βουτάει για να ξεπλύνει την κακομοιριά του κόσμου μέσα σε ένα πολύωρο τηλεφώνημα μαζί του.
Μια που ονειρεύεται ξύπνια κι έχει κάνει παρέα με τους χειρότερους εφιάλτες της και πίνει μαζί τους μπύρες για να μην την σκοτώσουν όταν αυτό που ζει τελειώσει.
Μια που έχει γίνει μέρος της ήδη γεμάτης ζωής του άλλου, και είναι κι αυτή γεμάτη.
Μια που τρέχει μέσα σ´ένα άδειο σπίτι λες και την κυνηγάει λοχίας για push ups για να προλάβει ένα κινητό που χτυπάει
Με απλά λόγια, Μία που ερωτεύτηκε.