Τα παλιά τα χρόνια, άκουγα την Αφροδίτη Μάνου να τραγουδάει μέσα στο κέφι την τραγωδία της Μαίρης Παναγιωταρά, και θεωρούσα ότι το άσμα είναι χιουμοριστικό και έχει έντονα στοιχεία υπερβολής. Σήμερα, εν έτει 2013, καταθέτω με το χέρι στο πρησμένο μου συκώτι, ότι η Μαιρούλα ήταν πολύ λίγη!
Πριν δύο εβδομάδες με ματιάσανε, λόγω εκπάγλου καλλονής, και χρειάστηκε να κάνω ένα χειρουργείο, που θα έπαιρνε από πάνω μου το κακό το μάτι και μια χολή παραλία βοτσαλάκι όνειρο. Στο διάστημα της σύντομης ανάρρωσής μου ο σύντροφος και συναγωνιστής, το στεφάνι μου σε απλά ελληνικά, ήρθε και βγήκε εκτός εαυτού με τις διαρκείς απαιτήσεις των παιδιών και κάποια απλά θεματάκια του σπιτιού. Ετόλμησα η χειρουργημένη να πω τη φράση της ντροπής «τώρα βλέπεις τι ωραία που περνάω» και συναισθανόμενος το δράμα μου με αποστόμωσε λέγοντας χωρίς αιδώ, «σιγά μωρέ και εσύ, ένα φαγητό κάνεις».
Η αλήθεια είναι ότι ένα φαγητό το κάνω. Δεν είμαι βέβαια το «Βαρούλκο» να βγάζω μενού, αλλά ένα μοριακό πουρέ τζίντερ με ψήγματα μπανάνας, τον φτιάχνω. Το θέμα είναι όμως ότι ήρθα και μουλάρωσα η ασθενής και, αν και ανάρρωνα με τεράστια επιτυχία, αποφάσισα να ασχοληθώ μόνο με αυτό το ένα που έκανα ως ακαμάτρα κόρη.
Το αποτέλεσμα ήταν ένα σπίτι, που θα ήταν σε καλύτερη κατάσταση αν μας την είχαν πέσει Κοσσοβάροι. Διαθέταμε έναν μαθητή που πηγαινοερχόταν μοντέλο γιατί ουδείς να γνώριζε τι έκανε και απέφευγα περίτεχνα όποια έκκληση για βοήθεια, και δύο τυπάκια που απείχαν όλων των εξωσχολικών δραστηριοτήτων – ένεκα της λευκής απεργίας της γράφουσας μαχμουρλούς.
Το ψυγείο μας έδειξε, επιτέλους, όλη τη χωρητικότητά του, με δύο μοναχούλια και θλιμμένα Βιτάμ, κάπου στο βάθος, ενώ η επονομαζόμενη τροφοθήκη θα μπορούσε κάλλιστα να ζητήσει τη βοήθεια του κοινού ή του κοινωνικού παντοπωλείου, διαθέτοντας μια κονσέρβα τόνο και κάτι ρύζια σουπέ.
Τα καλάθια με τα άπλυτα ξεχείλιζαν από ζωή απηυδισμένα και πλούσια σε πουκάμισα και φόρμες, ενώ το πλυντήριο των ρούχων έστεκε ράθυμο και μέσα στη θλίψη, αφού δεν του απεύθυνε κανένας το λόγο.
Την ύστατη στιγμή που τα συρτάρια ένιωθαν την έλλειψη ρούχων και εγώ πρότεινα την αγορά χάρτινων σλιπακίων μιας χρήσης, το πάνελ άρχισε να με κοιτάζει περίεργα.
Το υγειονομικό δεν μας επισκέφθηκε, και κρίμα γιατί θα χαιρόταν από το θέαμα μιας κουζίνας με κάθε είδους τζιμπράγκαλο εν πλήρη παρατάξει, κάτι σε “Cook Shop”, αλλά στο πιο λιγδιασμένο. Ενώ το πλυντήριο των πιάτων έκανε διακοπές πλήρες, όχι ημερών, αλλά πιατικών που ήταν έτοιμα να αποκτήσουν μοναδική χλωρίδα και πανίδα, κάνοντας το σπίτι μας ένα νέο Αττικό Πάρκο.
Ο κόμπος έφτασε στο χτένι, όταν αποθρασύνθηκα πλήρως και αγνόησα την έλλειψη χαρτιού στην τουαλέτα, προτείνοντας τη χρήση εφημερίδας που θα προσέφερε και ωραιότατη ενημέρωση σε μέρη πρωτόγνωρα. Σκληρές και αδυσώπητες αποδείχθηκαν οι πετσέτες μπάνιου που έστεκαν άγρυπνοι φρουροί κόκκαλο από τη χρήση και με μια εσανς κομματάκι βαρβατιλέ.
Κατηγορήθηκα για αμέλεια, ενώ εγώ ήμουν απλά ανέμελη και γαϊδάρα, αφού δεν πήγα τον λεβέντη στον οφθαλμίατρο, καθώς αυτό δεν ενέπιπτε στις μαγειρικές μου δραστηριότητες, εκτός και αν ήθελε να του φτιάξω ωραιότατα αυγά… μάτια. Η αμέλεια απογειώθηκε όταν διευκρίνισα ότι λόγω συγκεκριμένης ενασχόλησης δεν θα πήγαινα προς άγραν βιβλίου για τα γερμανικά και του βιβλίου που ζήτησε η «κυρία» για λογοτεχνική παιδεία, προωθώντας την αυτενέργεια στη μάθηση (τρέμε Montessori).
Και όταν έληξε το εμπάργκο -γιατί φοβόμουν μη μας την πέσει το Χαμόγελο του παιδιού – επιδόθηκα με ζήλο στην αποκατάσταση του ολέθρου επαναφέροντας την έννομο τάξη, και όλα έγιναν ήρεμα και ωραία, όπως πριν.
Εγώ, δηλαδή, γύριζα από τη δουλειά με κέφι μπρίο και τρελή διάθεση για πάστρα. Σόλαρα με γκουρμέ δημιουργίες, μάζευα τον αμάζευτο και άκουγα με λατρεία τον ήχο από το PS στα βάθη του σαλονιού με το κοινό έξαλλο γιατί ο virtual διαιτητής έδινε φάουλ από το πουθενά.
Θα πρέπει στο κρίσιμο αυτό σημείο να επισημάνω ότι υπάρχει μια διάχυτη εντύπωση, ότι τα πράγματα είναι πιο ωραία για τις γυναίκες που τη γλίτωσαν και δεν εργάζονται. Έχοντας όμως στο μυαλό μου τη μανού Ανθού, καταθέτω ότι το οχτάωρο για εκείνη ήταν επί δύο, χωρίς ένσημα, χωρίς μισθούς και τις περισσότερες φορές χωρίς αναγνώριση. Η χαρούμενη μέρα ξεκινούσε από το πρωί με τα γνωστά γάλατα για τα τέκνα. Συνέχιζε με μαγειρική διακοπτόμενη από συγύρισμα, καθάρισμα, super market και άλλα ποταπά. Περνούσε στο σερβίρισμα άμα τη εμφανίσει των μελών της οικογένειας -που συνήθως κατέφθαναν κατά κύματα- και τελείωνε το βράδυ με μια ποικιλία ενδιάμεσων δραστηριοτήτων, που δεν περιλάμβαναν ούτε καφέ, ούτε spa, ούτε shopping.
Κάθε μέρα συνειδητοποιώ όλο και περισσότερο ότι έχω μπλέξει πολύ άσκημα και η συμπαράσταση δεν βλέπω να έρχεται ούτε από τις αριστερές προοδευτικές δυνάμεις, ούτε από τις κεντρώες οπισθοδρομικές.
Το μόνο που μπορώ να κάνω, είναι να προσφέρω στην άτιμη την κενωνία δύο άνδρες, που θα αντιλαμβάνονται πότε πρέπει να βοηθήσουν, χωρίς να γίνεται πρωτοκολλημένη αίτηση και με δυνατότητες να πραγματοποιήσουν πάνω από τρεις εργασίες, γιατί έχω παρατηρήσει ότι το σύστημα των παλαιών αναγνωρίζει μόνο δύο εντολές. Στην τρίτη στομώνει.
(Τα παραπάνω είναι αποτέλεσμα αχαλίνωτης φαντασίας και οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικές καταστάσεις… δεν είναι σύμπτωση)